Scholia in Euripidis Orestem (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)
Scholia in Euripidem
Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 2. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.
264.
μέθες, μί ’ οὖσα: ἔασον, ἄφες, μία οὖσα τῶν ἐμῶν ἐριννύων καὶ μανιῶν, μέσον με κατέχεις, ἵνα βάλῃς εἰς τὸν Τάρταρον. I. καὶ σὺ μία οὖσα τῶν κατ’ ἐμοῦ Ἐρινύων ἀπόστηθι. τινὲς δὲ ἐρινύων τῶν μανιῶν, ἵν’ ᾖ ἄνες με τῆς μανίας ἀναχωρήσασά μου. A.B.C. M.I.
265.
μέσον μ’ ὀχμάζεις: συνέχεις, ἢ ἐπαίρεις. ἴδιον δὲ τῶν μαινομένων τὸ τοὺς κηδομένους ἀποσείεσθαι καὶ δοκεῖν βλάπτεσθαι μᾶλλον παρ’ αὐτῶν. A.B.M.I. κουφίζεις. Gr. κρατεῖς, συνέχεις, ἐπαίρεις. Gu.
Ὀχμάζω γίνεται ἀπὸ τοῦ ἔχω, ἕξω, ἔχμα, οὐ μόνον ἡ ἐξοχὴ, ἀλλὰ καὶ ἡ συνοχή. ἀπὸ δὲ τοῦ ἔχμα γίνεται ἐχμάζειν, τὸ κωλύειν
καὶ ἐπέχειν, καὶ ἐχμάσαι, τὸ κατασχεῖν καὶ ἑλεῖν, ὃ παρὰ τῷ Εὐριπίδῃ ἐνταῦθα διὰ τοῦ ο κεῖται, μέσον μ’ ὀχμάζεις. I.266.
ἐπικουρίαν: βοήθειαν. Gu.
267.
τὸ θεῖον: τοὺς θεούς. Gr. τὰς Ἐριννύας. Gu.
δυσμενές: ἐχθρόν. Gr. Fl. 6. 9. 17. 21. 34. 56. 59. 76.