Scholia in Euripidis Orestem (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 2. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

θωΰξασ’
: ἀγρίως (μεγάλως Gu.) βοήσασα. Gr.

ἔβαλες
: ἤγουν ἐξύπνισας αὐτὸν, εἰποῦσα τὸ ὦ τάλας. Fl. 59. ἐλάσασα. M. φωνήσασα. C. ἀπὸ τοῦ σὺ γάρ νιν ἕως τοῦ θωΰξασα ἡ Ἠλέκτρα. B. M. τὸ γὰρ ὦ τάλας γεγωνότερον εἶπεν ὁ χορὸς θηριώδει φωνῇ καὶ ἀσήμῳ χρησάμενος. Α.

ἔβαλες ἐξ ὕπνου
: ἡ ἐξ πρόθεσις πρὸς τὸ ἔβαλες. ἐξέβαλες δὲ ἀντὶ τοῦ ἐξήγειρας. M.

169.

εὕδειν μὲν οὖν ἔδοξα
: ἀντὶ τοῦ δοκῶ. καθησυχάσουσα δὲ τὴν Ἠλέκτραν φησὶν ὅτι καθεύδειν αὐτὸν νομίζω· διὸ ἐπιφέρει τὸ ὑπνώσσει ὁριστικόν. λέγει νῦν ὡς ἀμφίβολον εἰποῦσαν οὐκ ἔπεισε· μὴ ταράσσου, φησὶν ὁ χορὸς, κοιμᾶται γάρ. τὰ γὰρ δύο σσ ἐνεστῶτος ποιοῦσι τὸ ῥῆμα. B. M.I. ἐνόμισα αὐτὸν ἐν βάθει κοιμᾶσθαι, Ἄλλως. τὸ ἔδοξα ἀντὶ τοῦ δοκῷ, ἐξ οὗ ἐπάγει τὸ ὑπνώσσει ὁριστικὸν, ἐπεὶ πρώην ἀμφίβολον εἶπε καὶ οὐκ ἔπεισε. A.

170.

οὐκ ἀφ’ ἡμῶν
: οὐκ ἀφ’ ἡμῶν, ἀποστήσῃ δηλονότι, οὐκ ἀπὸ τῶν οἴκων πάλιν ἀναστρέψεις τὸν σὸν πόδα, μεθεμένα καὶ ἀφεῖσα τοῦ κτύπου; I. μακράν. Fl. 59.