Scholia in Euripidis Hecubam (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia in Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis tragoedias, Volume 1. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

9. σπείρει: διοικεῖ. M. γεωργεῖ, κατοικεῖ. Gr. φίλιππον: ἱππικόν. Gr.

φίλιππον: ἀντὶ τοῦ ἱππικόν. M. ἀντὶ τοῦ τὸν ἵππον φιλοῦντας παρορμῶν. Fl. 21. εὐθύνων: παρορμῶν ἐπὶ πόλεμον. M. τὸν στρατὸν διεξάγων ἐν τῷ πολέμῳ. Fl. 21. ἄγων. Gr.

10. σὺν ἐμοί: μετ᾿ ἐμοῦ, χάριν ἐμοῦ. Gr. ἐκπέμπει: δηλονότι ὁ ἐμὸς πατὴρ σὺν ἐμοὶ χρυσὸν ἐκπέμπει κρυφίως, ὅπως, ἐάν ποτε τὰ τῆς Ἰλίου τείχη πέσῃ, ὑπάρχῃ τοῖς ζῶσιν αὐτοῦ παισὶν ὁ χρυσὸς, μὴ ὁ βίος ὀλιγοστὸς ᾖ. Fl. 33.

11. πέσοι: καταστραφῇ. Gr.

12. τοῖς ζῶσιν: τουτέστιν ἐμοί. Fl. 34. Gr. σπάνις βίου: ἔνδεια περιουσίας. M. στέρησις, ἔνδεια ζωῆς. Gr. σπάνις: ὑστέρησις. βίου: ζωῆς. Fl. 56. βίου: περιουσίας. Fl. 21. Βίος [*](9. ἐκφ.—η] ἐκφ. τοῦ αι εἰς η Gu. Stheneboea versus: v. Arist. Ran. 12. ἢ δυσγενὴς—] Euripidis ex 1217. cum annotatione scholiastae.)

224
σημαίνει πέντε· τὴν τέχνην, ὡς τὸ “ἐμπορικὸν βίον, ἢ φιλόσοφον ζῇ·” τὸν τρόπον, ὡς τὸ “χρηστοῦ βίου ἐστί· τὸν παρόντα ἑνὸς ἑκάστου χρόνον τῆς ζωῆς· τὴν περιουσίαν, καὶ τὰς πρὸς τὸ ζῆν συντελούσας τροφάς. Gu. I.

13. νεώτατος δ᾿ ἦν: μικρότατος δ᾿ ἤμην τῶν ἐμῶν ἀδελφῶν. M. μικρότατος δὲ ἤμην Πριαμιδῶν, τουτέστι τῶν ἐμῶν ἀδελφῶν, δι᾿ ὃ καὶ ἐξέπεμψεν ἐμὲ Τρωϊκῆς γῆς. Fl. 21. διὰ τὸὄντα με νεώτατον τῶν Πριάμου παίδων τῷ τοιούτῳ τρόπῳ κἀμὲ τῆς ἰδίας γῆς ὑπεξέπεμψεν. Fl. 33.

ὃ καί με γῆς: τοῦτο οὕτω νοήσεις· ὅπερ, τὸ εἶναί με νεώτατον τῶν ἀδελφῶν, ὑπεξέπεμψε τῆς γῆς, ἀντὶ τοῦ τοῦτο γέγονεν αἴτιον τοῦ ἐκπεμφθῆναί με. B. Bar. 74. ὃ καί: διό. Gr.

14. 15. οὔτε γάρ: καὶ γὰρ οὐκ ἦν οἷος, ἤγουν ἄξιος, δυνατός. Fl. 21. οὔτε ὅπλα οὔτε κοντάριον φέρειν ἴσχυον νέος ὤν. Fl. 33.

14. φέρειν: κινεῖν. φέρειν ὅπλα: ἤγουν ὁπλίζεσθαι. Gr. ὅπλα: τὰ φυλακτήρια, οἷον θώραξ, κράνος· ἔγχος δὲ καὶ σπάθη ἀμυντήρια. B. Gu. I.

15. ἔγχος: ξίφος. Gr. νέῳ βραχίονι: δυνατὸς ἤμην. M. τῷ ἐμῷ βραχίονι, χειρί. Fl. 21. βρεφικῇ χειρί. Gr.

16—20 ἕως οὖν τῆς ἐμῆς γῆς σῶα ἦσαν τὰ τείχη καὶ οἱ πύργοι ἄθραυστοι τῆς Τρωϊκῆς γῆς, καὶ ὁ ἐμὸς ἀδελφὸς Ἕκτωρ εὐτύχει τῷ δορὶ ἐν τῷ πολέμῳ, καλῶς καὶ ἐγὼ ὁ τάλας ταῖς τροφαῖς, ὡς οἷά τις κλάδος νεαρὸς, ηὐξανόμην παρὰ τῷ Θρακικῷ ἀνδρὶ καὶ πατρῴῳ φίλῳ. Fl. 33.

16. ἕως: μέχρις ὅτου. Fl. 21.

ἕως μὲν οὖν γῆς: δεύτερον προοίμιον. τὸ γῆς μὴ νομίσῃς διὰ τὴν περὶ τὴν Τροίαν γῆν, ὡς οἴονταί τινες κακῶς, ἀλλὰ δι᾿ αὐτὴν τὴν Τροίαν, ἵν᾿ ᾖ τὰ ὁρίσματα ἀντὶ τοῦ οἱ πύργοι· περιορισμὸς γὰρ τῆς ἐν τῇ πόλει γῆς οἱ πύργοι· ὥστε τὸ γῆς ὁρίσματα καὶ τὸ πύργοι Τρωϊκῆς χθονὸς ταυτόν ἐστιν. ὅτι δέ ἐστι ταυτὸν καὶ οὐχ ὡς ἐκεῖνοί [*](1. πέντε] Ϛ Gu. 3. περιουσίαν] τὴν καθόλου ζωὴν add. ib. ὡς τὸ—ζῇ om. Gu. Gu. 2. ὡς τὸ—ἐστί om. Gu. 4. τροφάς] πρὸς τὸ ζῆν συντεινούσας ib. τὸν παρόντα—ζωῆς] τὴν ζωὴν τροφὰς, ὁποῖον εἶναι μᾶλλον εἰπεῖν ἐντινὸς ἑκάστου, ὁποῖον φασὶ καὶ ἐνταῦθα ταῦθα Gu. Gu. 28. περιορισμὸς—πύργοι om. B.)

225
φασι, μαρτυρεῖ τὸ “ἐπεὶ δὲ Τροία” ὃ ἐπέφερε πρὸς τὰ δύο, δηλῶν ὡς ταυτοσήμαντά ἐστιν. ἔκειτο δὲ εἶπεν, ἐπειδὴ οἱ θεμέλιοι τῶν τειχῶν ἐν τῇ γῇ κεῖνται. B.I.

ὄρθ᾿: ἄθραυστα καὶ ἀνάρρηκτα. Fl. 21. ὀρθίαν εἶχον θέσιν. Fl. 18. 34. 56. 59. 76. Gr. ἔκειθ᾿: ἵστατο. Fl. 10. ὁρίσματα: ἀντὶ τοῦ τὰ τείχη καὶ ὁροθέσια. M. Fl. 21. οἱ ὅροι. Gr.

17. πύργοι: τὰ τείχη. ἄθραυστοι: ἀσάλευτοι. Gr.