De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

τὰς μὲν ἀπὸ χρυσοῦ κατεσκευασμένας εἰκόνας τοὺς αὐτοῦ ἀγγέλους, τὰς τε ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, »εἰς τιμὴν« καὶ δόξαν αὐτοῦ ποι<ηθέντας νο>οῦμεν . . .

νόει γὰρ μοι τὸν θεὸν τὰς μὲν ὡς ἀπὸ χρυσοῦ κατεσκευασμένας ἔχειν εἰκόνας ἑαυτοῦ ἀπὸ τῆς πνευματικῆς καθαρωτέρας οὐσίας, οἷον [*](1 Weish. Sal. 16,24 — 8 vgl. Joh. 17,3 — 18 II Tim. 2, 20; vgl. Orig. De princ. II, 9, 6) [*](9—16 S. Parall. 430 S. 183 Holl. — 9—19 Joh. Dam. De imagin. II PGr 94, 1420 B — 19—S. 382, 15 Vat. gr. 16l1) [*](1 καὶ μεγαλόδωρε C: < S | ἡ κτίσις — λειτουργοῦς αὐτοῦ S. 380, 2 Lücke in S 4 λοιμαινόμενον Cc 5f ἀντιτάσσεσθαι Cc 6 σου τῶ ἀνικ. Cr | καὶ τῇ σῇ < Cc | ἰσχύει Cc 7 μεταλλεύεις Cr 85 8 θέλεις] es endet C 9 Αὐτίκα] C in C1 (coisl. 294) Bl. 151v, 12; Lemma Μεθοδίου ἐπισκόπου Φιλίππων καὶ μάρτυρος ἐκ τοῦ βݲ λόγου τοῦ ἀντιρρηκοῦ(!)· οὗ ἡ ἀρχὴ ἴδομεν οὖν. Joh. Dam. De imag. | οὖν Joh. 10 πολυτιμωτέρας C | ὕλης < Joh. | χρυσοῦ τε καὶ Joh. | ἠλέκτρου (ἱλέκτρου C) ἢ ἐλέφαντος < Joh. 12 τεχνημένας C: < Joh. 12 f ἐξολ. τῶν ἄλλων οἱ ἄνθρ. C: οἱ ἄνθρ. ἐξολ. τῶν ἐξ ἀτίμων τιμιωτέρας Joh. 13 πᾶσαν Joh. | εἰ καὶ] κἂν C 15 εἰς πηλὸν Joh. | ἀτιμάσας < Joh. | ἀφίεται < C | οὔτε: οὐδ᾿ C 16 βασιλέα] es endet C | »§ 2 nur komprimiertere Fassung von § 3« Kl 17 τοὺς . . ἀγγέλους Bo: τῶν . . ἀγγέλων Joh. | τάς τε Bo, vgl. I, 49 S. 302, 11 ff: τὰς Joh. 18 ποιηθέντας νοοῦμεν Bo für ποιοῦμεν, vgl. S. 380, 19: es endet Joh. 19 νόει γὰρ etc. Vat. 1611 zu Luk. 11,29; Lemma Μεθοδίου Πατάρων. νόει—λόγον S. 380, 18 nach ἀνώλεθρα S. 382, 15 Vat.)

380
τοὺς ἀγγέλους, . . <καθὼς ὁ Δαυὶδ »ὁ ποιῶν«, φησίν, »τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πῦρ φλέγον«<. τὰς δέ ὥσπερ ἀπὸ γύψου ἢ χαλκοῦ, οἷον ἡμᾶς· <ἔλαβε, γὰρ φησι, »χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς« »ὁ θεὸς» «καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον«· τῷ γηΐνῳ γὰρ τὴν ψυχὴν ἤνωσε τὴν »κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ« γεγενημένην.

ὡς οὖν πάσας ἐνταῦθα τοῦ βασιλέως τὰς εἰκόνας τιμᾶσθαι χρή . . διὰ τὴν ἐν αὐταῖς μορφήν, οὕτω δὴ καὶ ἡμᾶς <θεοῦ εἰκόνας ὑπάρχοντας — »ὁ θεὸς γὰρ ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀιδιότητος ἐποίησεν αὐτόν«< —, wenn wir auch aus schlechterer Materie waren, ἀνένδεκτόν ἐστι θεοῦ εἰκόνας ὑπάρχοντας πρὸς ἀπώλειαν ὡς ἠτιμωμένους χωρῆσαι παντελῆ. Denn wegen nichts anderen sind sie unsterblich, sondern weil sie Bilder Gottes sind.

ὅθεν καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οἰκουμένην ὁ λόγος καὶ ἐσαρκώθη ἐκ τοῦ σώματος ὑπὸ <πολλοῦ> χρόνου διαλελυμένην, ἀναστήσῃ ἀνώλεθρον.

Καὶ γοῦν τὴν ἐπὶ τοῦ προφήτου <Ἰωνᾶ> μυστηριωδῶς πεπραγματευμένην οἰκονομίαν δηλοῦντες, ἄπαντα εἰς τοῦτα ἀναφανδὸν συντείνοντα εὔρομεν τὸν λόγον. περιέχει δὲ καὶ μέγα μυστήριον ἡ κατὰ τὸν Ἰωνᾶν ἱστορία.

ἔοικε γὰρ τὸ μὲν κῆτος νοεῖσθαι ὁ χρόνος, [*](1 Psal. 103, 4 — 3 Gen. 2, 7 — 4 Gen. 2, 7. 1, 26; vgl. Tert. De res. 6 — 7 Weish. Sal. 2, 23 — 13 vgl. Joh. 1, 14 — De res. I, 39, 6. II, 18, 8 — 16 Jona 1. 2. Iren. Adv. haer. III, 20, 1 — 19 vgl. E. Hennecke, Altchristl. Malerei u. altkirchl. Lit. S. 57ff) [*](5 Greg. Nyss. De poif. hom. 4) [*](1 καθὼς—αὐτοῦ2 Ζ.2 + Bo, πῦρ φλέγον + S wieder beginnend 3 χαλκοῦ ἢ γύψου S | ἔλαβε — ἄνθρωπον Ζ. 4 + S 131v 3f ἀπὸ τ. γῆς < auch S 4 Tert. limus ille iam tum imaginem induens Christi | τῷ — γεγενημένην Ζ. 5 < S 6 χρή] »aus welchem Stoff sie auch sein mögen« richtig + S | διὰ — μορφήν Ζ. 6f < S 7 θεοῦ — »waren« Z. 9 + S ἐπ. αὐτ. < S 10 ἀνένδεκτόν ἐστι: »denn es ist notwendig, . . nicht« S 10f ὡς ἠτ. < S 11 παντ. < S | »Denn — sind« Z. 12 + S 13 τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οἰκ.: »diese Welt« S | καὶ ἐσαρκώθη — ἡμῶν Ζ. 14 < S 14 τὴν εἰκόνα < S | ἐπισκευάσῃ S 15 πολλοῦ χρόνου S | ἀναστήσῃ ἀνώλεθρον < S 16 Καὶ γοῦν] Εἰ οὖν θέλομεν S, davor »Von dem Propheten Jonas« | Ἰωνᾶ + S μυστηριωδῶς < S 16f πεπραγμ.: »gesehenen« S 17 εἰς τοῦτο — λόγον Ζ. 18: »dies wird uns sehr verständlich werden« S 18 περιέχει — ἱστορία Ζ. 19 vielleicht mit Recht < S 19 ἔοικε . . νοεῖσθαι: »es ist gleich« S)

381
ατε μηδέποτε ἑστώς, ἀλλὰ πορευόμενος ἀεὶ καὶ καταδαπανῶν τὰ γεννώμενα μακροῖς τε καὶ βραχυτέροις διαστήμασιν.

ὁ δὲ φεύγων Ἰνωᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ αὐτὸς ἐκεῖνος ὁ πρῶτος ἄνθρωπος· ἀθετήσας τὴν ἐντολὴν ἔφυγεν ἀφθαρσίας ὀφθῆναι γυμνός, τὴν πρὸς τὸ θεῖον ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας παρρησίαν ἀφῃρημένος.

τὸ δὲ πλοῖον, εἰς ὃ ἐπιβὰς ἐχειμάζετο, ἡ κατὰ τὸν παρόντα καιρὸν βραχύβιός ἐστιν αὕτη καὶ δυσάρεστος ζωή, οἷον τραπέντων ἡμῶν καὶ μεταναστευσάντων ἀπὸ τῆς μακαριωτάτης ἐκείνης καὶ ἀκινδύνου ζωῆς εἰς τὸν πολυχειμαστότατον τοῦτον βίον καὶ ἀκατάστατον, καθάπερ ἀπὸ γῆς εἰς πλοπῖον. ὃ γὰρ πλοῖον πρὸς γῆν, τοῦτο ὁ παρὼν βίος πρὸς τὸν ἀθάνατον.

ὁ δὲ χειμὼν καὶ αἱ ἐπισυνιστάμεναι καθ᾿ ἡμῶν λαίλαπές εἰσιν οἱ ἐνταῦθα πειρασμοί, ὥσπερ ἐν κλύδωνι τῷ κόσμῳ ἀλύπως εὐθυδρομῆσαι τὸν βίον ἡμᾶς ἐν γαλήνῃ καὶ νηνεμίᾳ κακῶν μὴ ἐπιτρέποντες.

ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ πλοίου εἰς τὴν θάλασσαν ἔκριψις τοῦ Ἰωνᾶ γεγενημένη τὴν ἀπὸ τοῦ ζῆν εἰς τὸ τελευτῆσαι τοῦ πρωτοπλάστου δηλοῖ μετάπτωσιν, ἀποφάσεως τυχόντος, ἀνθ᾿ ὧν ἁμαρτήσας ἀπέδρα τῆς δικαιοσύνης, τῷ »γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ«.

τὸ δὲ καταποθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τοῦ κήτους τὴν ὑπὸ τοῦ χρόνου γεγενημένην ἀπαραίτητον ἡμῶν δηλοῖ ἀναίρεσιν. ἡ γὰρ κοιλία < τοῦ κήτους<, ὑφ᾿ ἧς ἐκαλύφθη καταποθεὶς ὁ Ἰωνᾶς, ἡ παντοδόχος ἐστὶ γῆ, τὰ ὑπὸ τοῦ χρόνου δαπανώμενα <σώματα< δεχομένη.

[*](17 Gen. 3, 19; vgl. De res. II, 18, 6 S. 369, 10f. Symp. 3, 3. 6 S. 29, 19 ff. 33, 12f)[*](1 ἑστώς S 132 1f τὰ γεννώμενα: »alles« S 2 vor ὁ δὲ »Was die flucht des Jonas bedeutet« + S 3 ἀπὸ προσ. τ. θεοῦ nach ἄνθρωπος S 4 ὃς ἀθετ.? | ἔφυγεν] καὶ S | ὀφθῆναι — παρρησίαν Ζ. 5 < S | ὀφθῆναι? Md 5 vor τὸ δὲ »Was das Schiff« + S 6 εἰς ὁ ἐπ. ἐχειμάζετο: »in welchem er versinken wollte« S | κατὰ τ. παρ. καιρὸν < S 6f βραχύβιος: »eitle« S 7 καὶ δυσάρ. < S 7f τραπέντων . . κ. μεταναστ.: »übergegangen« übersetzt S 8 μακαριότητος Vat. | ἐκείνης κ. ἀκινδύνου < S 9 τὸν — ἀκατ.: »dies rauhe und dies traurig u. stürmische« S 11 ἀθάνατον: »jenem« S | vor ὁ δὲ »Was der Sturm, was aber das Hinauswerfen ins Meer« + S χειμὼν] »das Hinauswerfen« | aus der Überschrift S | καὶ αἱ ἐπισυνιστ.] οἱ ἐπισυνιστάμενοι w. e. sch. S 12 λαίλαπες . . οἱ ἐνταῦθα < S | ὥσπερ — ἐπιτρέποντες Ζ. 14 < S 14 ἀπὸ—θάλασσαν < S 15 τοῦ Ἰωνᾶ γεγεν. < S | εἰς τὸ τελευτῆσαι: »vom Leben in den Tod« S 15f πρωτοπλ. S 132v 16 ἀποφάσεως — ἀπελεύσῃ Ζ. 17 < S | τὸ γῆ Vat. 18 vor τὸ δὲ »Was das Verschlungenwerden des Jonas« + S |αὐτὸν ὑπὸ τοῦ κήτους < S 19 ἀναίρ.: »Strafe des Todes« S 19f τ. κητ. + S 20 ὑφ᾿ ἧς — Ἰωνᾶς < S 21 δαπ.: »endenden« S)
382

καθάπερ οὖν Ἰωνᾶς »ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας« ἐνδιατρίψας »καὶ νύκτας« τοσαύτας αἶθις ὑγιὴς ἀπεδόθη, οὕτω δὴ καὶ <ἡμεῖς> πάντες τὰς τρεῖς τοῦ παρόντος αἰῶνος διαστάσεις ποιήσαντες ἐν τῇ γῇ, ἀρχὴν λέγω καὶ μεσότητα καὶ τέλος, ἐξ ὧν σύγκειται πᾶς οὗτος ὁ παρὼν χρόνος, ἀναστησόμεθα. τρία γὰρ καθολικὰ χρόνου διαστήματα, παρῳκηκὼς καὶ μέλλων καὶ παρών.