De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

Durch wessen Aufsicht wird bewahrt das Kind, nicht vernichtet von jener Unreinheit (Schärfe)? Durch wessen Kraft wird das Kindlein wie im Wasser liegend nicht erstickt? Wie verbrennt es nicht in so großer Glut des Blutes? Denn es wird durch Gott bewahrt.

Und nun,εἰ ἐκ τοιαύτης σταγόνος βραχείας καὶ μηδέπω οὔσης τὸ σύνολον μηδέν, ἐν ὑγρασίᾳ τοσαύτῃ καὶ συνοχῇ καὶ πνιγμῷ, ἐκ τοῦ μηδενὸς ἄνθρωπος γίνεται, πῶς οὐχὶ μᾶλλον ἐκ τοῦ ἤδη ὑπάρξαντος ἀνθρώπου ἄνθρωπος ἐσται αὖθις ὁ ἄνθρωπος; οὐ γὰρ οὕτως μέγα τὸ ἤδη γεγενημένον καὶ διαλυθὲν ποιῆσαι πάλιν, ὡς τὸ μηδέπω γεγενημένον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος κατασκευάσαι.

Siehe nun auch [*](3 vgl. Symp. II, 6 S. 23, 2 ff — 7 vgl. Justin De resurr. (S. Parall. 107, 148f S. 41 Holl). Orig. zu I Kor. 15, 23 Cramer, Catene V, 296, 1 ff — 9 Iren. Adv. haer. V, 3, 2. Tert. De resurr. 11) [*](7—S. 379, 8 S. Parall. 429 S. 180 Holl — 10 Epiph. Panar. haer. 64,71 (II, 687, 11 Dd). Makar. Magnes IV, 30 S. 220, 21 Blondel. Isidor Pelus. Ep. I 284 PGr 78, 349 B. Anastas. Sin. Respons. 92 PGr 89, 728 A) [*](1 vor »und Befruchtung« + »Von der Befruchtung« S 3 ff die Stelle aus Symp. 2 6 bietet C mit dem Lemma als aus περὶ ἀναστάσεως; vgl. bes. S. 23,7 ff τίς γάρ ἐστιν ὁ προμηθυόμενος μὴ συμπνίγεσθαι τῷ ὑγρῷ καὶ τῇ συνοχῇ τῶν ἀγγείων ἐπικλυζόμενον ἔσω τὸ ἔμβρυον und 23, 10 ff ἀνελθεῖν εἰς μέγεθος . . ἐξ ἀσθενοῦς καὶ βραχέως μεταβάλλων 7 C in C 83v und R 91r; Lemma ἐκ τοῦ αὐτοῦ, vorausgeht Meth. De resurr. II, 18, 3—11 | σταγόνος: »Samen« übersetzt S 7 f μηδέπω — μηδέν Ζ. 8 < S 8 μηδέν Jh: μηδὲ C | ἐν — συνοχῇ καὶ] καὶ ἐν τοσούτῳ S | τοιαύτη Cr 9 πυγμῶ, von sp. Hd. in πηγμῷ R; »Feuer« S | ἐκ τοῦ μηδενὸς < S 9 Justin Θαυμάσαι μειζόνως, ὅτι ἐξ ἐλαχίστης ῥανίδος ὑγροῦ τηλικοῦτον πλάσσεται ζῷον. Iren. καίπερ πολλῷ δυσκολώτερον . . ἦν, ἐκ μὴ ὄντων ὀστέων etc. ποιῆσαι εἰς τὸ εἶναι καὶ ἔμψυχον καὶ λογικὸν ἀπεργάσασθαι ζῷον, ἢ τὸ γεγονός, ἐπειτα ἀναλυθὲν εἰς τὴν γῆν, αὖθις ἀποκαταστῆσαι. Epiph. εἰ γὰρ τὰ ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν εἰς τὸ εἶναι, πόσῳ δὴ μᾶλλον τὸ ὂν εἰς τὴν ἰδίαν κατάστασιν εὐχερῶς ἀποκαταστήσει; Anast. ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι τὸν ἄνθρωπον ἀγαγών, εὐκοπώτερον τὸ πλάσμα τὸ ὑπ᾿ αὐτοῦ πλασθὲν καὶ διὰ θανάτου διαλυθὲν ἀναπλάσαι καὶ ἀνακαινίσασθαι δυνήσεται. Makar. ὁ γὰρ τὸ μὴ ὂν εἰς οὐσίαν ἀναγαγὼν πολλῷ μᾶλλον τὸ γενόμενον καὶ λυθὲν ἀνασώσει καὶ βελτίονος ἀξιώσει προσθήκης κ. λήξεως 10 αὖθις S 129 | ὁ ἄνθρωπος < S 11 μέγα: »schwierig« S | ἤδη u. καὶ διαλυθὲν < S 12 τὸ vor μηδέπω < Cr | ἐκ — κατασκευάσαι: »ins Leben einzuführen« übersetzt S | »Siehe — Κunst« S. 374, 6 < C)

374
an den Künstlern. Denn nicht ist so schwierig ein ehernes Gefäß, nachdem man <es> zerschmolzen, in dieselbe Gestalt zu bilden, wie etwas mit noch nicht bearbeitetem Stoff von neuem zu machen. Denn viel Arbeit ist hier. Zuerst das Brennen des Metalls, dann das Schmelzen, nämlich die Reinigung, und ferner das Gewinnen der Gestalt von der Kunst.

ἐὰν γοῦν ἐθελήσωμεν διῖξαι τὴν γονὴν τὴν ἀπὸ τοῦ ἄρρενος ἀπεκκρινομένην, παραγάγωμεν δὲ κατὰ τὸ αὐτὸ καὶ τεθνῃκότος σῶμα, ποῖον πιστεύσουσιν ἡμῖν οἰ θεωροί, εἰς τὸ φανερὸν ἑκατέρων κειμένων ἐσεσθαι ἄνθρωπον; ἆρα τὴν σταγόνα ἐκείνην τὴν ὅλως οὐδὲν ὑπάρχουσαν ἢ τὸν ἤδη σχῆμα καὶ μέγεθος ἔχοντα καὶ ὑπόστασιν; εἰ γὰρ ἐκεῖνο τὸ ὅλως οὐδὲν μόνον ἐθελήσαντος τοῦ θεοῦ ζῷον τὸ κάλλιστον γίνεται, πολλῷ μᾶλλον τὸ ἤδη ὑπάρχον καὶ τετελειωμένον ἐθελήσαντος λήσαντος τοῦ θεοῦ πάλιν τὸ αὐτὸ ἀνθρωπος γίνεται.