De Libero Arbitrio

Methodius

Methodius, De Libero Arbitrio, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

ὥσπερ γὰρ πατὴρ παιδὶ παραινεῖ, ἐξουσίαν ἔχοντι ἐκμανθάνειν τὰ μαθήματα καὶ <μὴ μανθάνειν>, μᾶλλον ἔχεσθαι τῶν μαθημάτων, ὅτι κρεῖττον τοῦτο μηνύων, οὐ τὴν τοῦ δύνασθαι τοῦ παιδὸς ἐξουσίαν ἀφαιρεῖ, κἂν μὴ ἑκὼν μανθάνειν βούληται, οὕτω μοι καὶ τὸν θεὸν οὐ δοκεῖ προτρέποντα τὸν ἄνθρωπον πείθεσθαι τοῖς προστάγμασιν ἀφαιρεῖν αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν τῆς προαιρέσεως, τοῦ δύνασθαι καὶ μὴ ὑπακούειν τοῖς προστάγμασιν.

καὶ γὰρ τὴν ἀρχὴν τὸ οὕτως παραινεῖν ὅτι μὴ ἀφεῖλεν τὴν ἐξουσίαν μηνύει. προστάττει δέ, ἵνα τῶν κρειττόνων ἂνθρωπος ἀπολαύειν δυνηθῇ· τοῦτο γὰρ ἕπεται τῷ πεισθῆναι τῷ τοῦ θεοῦ προστάγματι. ὥστε οὐχ ἵνα τὴν ἐξουσίαν ἣν ἔδωκεν ἀφέλῃ προστάττειν βούλεται, ἀλλ᾿ ἵνα κρεῖττον δωρήσηται ὡς ἀξίῳ μειζόνων τῦχειν, ἀνθ᾿ ὧν ὑπήκουσεν τῷ θεῷ καὶ τὴν τοῦ μὴ ὑπακούειν ἐξουσίαν ἔχων. . . .

[*](S C D (bis Z. 6) Ezn 1 τὴν — ὑπομένων < D 1 f τούτων γὰρ] καὶ τούτων D 2 ἦν] ἂν εἴη S | οὐδὲ] οὐ übers. S | τὸ < D 3 μηδὲν ἕτερον] μὴ τὸν αἴτιον C | εἶναι < D 4 φημὶ verbindet S mit dem Vorhergehenden | φημὶ τοιγ. τ. θ.: »Aber Gott« Ezn 5 γενέσθαι D 6 τὸ δύνασθαι C | ποιήσειν D | βούλεσθαι C | δέδωκεν D: es endet D 168, 5 7 τρέπειν (wie Z. 10 od. στρέφειν) + S Ezn | παραινεῖ C Ezn, παραινεῖν S | οὐκ — ὁ θ. παραινεῖ Z. 10 < Ezn | ἀφερόμενον C 8 μηνῦσαι C 9 κἂν] καὶ C | λαμβάνει C | τοῦ δύνασθαι < S 10 εἰς C 52 11 f μὴ μανθάνειν + S 12 τοῦτο < S (od. vjaštee aus vjaštee se) 13 οὐ τὴν — βούληται Z. 14: »da er weiß, daß er fortzuschreiten vermag, das Studium fordert, welchem er übergeben wurde« Ezn | τὴν . . ἐξουσίαν < S 15 τὸν ἄνθρωπον < S | ποστ.] πράγμασιν C 15 f αὐτοῦ ἀφαιρεῖν (23v) αὐτῷ καὶ τὴν ἐξουσίαν S 17 πράγμασιν C | καὶ γὰρ — μηνύει Z. 18 < Ezn | καὶ γὰρ τ. ἀρχὴν] <i> bo S | τὸ οὕτως S Jh: τοῦ οὕτως C | ὅτι] ὅτι γὰρ od. ὥσπερ γὰρ S 18 ἵνα — ἀλλ᾿ Ζ. 21: »daß er das Gute begehre« Ezn 19 τὸ πεισθῆναι C)
189

Denn nicht unvernünftig wollte Gott so die Gabe geben, nämlich die ewige Unverweslichkeit. Unvernünftig aber wäre sie ungerecht gegeben; sie wäre aber nicht gerecht gegeben, wenn nicht zu diesem beiden er die Macht empfangen hätte, sowohl zu gehorchen dem, was Gott befiehlt, ebenso auch, wenn er nicht will. Denn das Gerechte wird gegeben nach der Würdigkeit dessen, was jemand getan. Was wäre dann für ein Unterschied der Handlung, wenn nicht eines jeden von beiden Macht hätte der Mensch.

Αὐτεξούσιον δέ φημι γενονέναι τὸν ἄνθρωπον· οὐχ ὡς προϋποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῦ, οὗ τὴν ἐξουσίαν εἰ βούλοιτο τοῦ ἑλέσθαι, ὁ ἄνθρωπος ἐλάμβανεν, ἀλλὰ τὴν τοῦ ὑπακούειν τῷ θεῷ καὶ μὴ ὑπακούειν αἰτίαν μόνην.τοῦτο γὰρ τὸ αὐτεξούσιον ἐβούλετο.

καὶ γενόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐντολὴν λαμβάνει παρὰ τοῦ θεοῦ, καὶ ἐντεῦθεν ἤδη τὸ κακὸν ἄρχεται· οὐ γὰρ πείθεται τῷ θείῳ προστάγματι. καὶ τοῦτο καὶ μόνον ἦν τὸ κακόν, ἡ παρακοή, ἥτις τοῦ εἶναι ἤρξατο. οὐδὲ γὰρ ἀγένητον ταύτην τις εἰπεῖν ἔχει, τοῦ ποιήσαντος αὐτὴν ὄντος γενητοῦ.

πάντως δὲ πόθεν τοῦτο τὸ παρακοῦσαι ζητήσεις. ἀλλὰ κεῖται <τοῦτο> σαφῶς ἔν <τινι> θείᾳ γραφῇ. [*](1 vgl. De res. Il, 5, 2. De vita 2,5 — 3 De res. II, 36, 2 — 15 De autex. 18, 11. De res. I, 38, 4 — 16 Theoph. ad Autol. II, 25. Iren. Adv. haer. IV, 39, 1. V, 23, 1 S C Ph (Z. 9—16) Ezn 1 »Denn nicht — Mensch« Z. 8 < C | statt »unvernünftig« beidemale »umsonst« Ezn 2 »ungerecht — wenn« Z. 3: »sie einem solchen zu geben, welcher« Ezn 5 »Denn«: »sondern« Ezn 7 »Unterschied«: »Auswahl« Ezn 8 »Mensch«: »zu gehorchen oder nicht zu gehorchen« + Ezn 9 Αὐτεξούσιν — εἶναι ἤρξατο Z. 16 Ph 307b, 37—308a, 4; vorangeht bei Ph ὅτι τῇ φύσει κακὸν οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τῇ χρήσει γίνεται κακὰ τὰ κακά | Αὐτεξ. — ἄνθρωπον] ὅτι αὐτεξούσιόν φησιν γεγονέναι φημὶ τὸν ἄνθρωπον Ph: < S | τὸν ἄνθρωπον γεγονέναι C | ἀνθρ.] »das Gute zu tun oder auf das Böse zu verfallen« + Ezn I 712f 10 ἐξουσίαν S 24 10f εἰ βούλ. τοῦ ἑλέσθαι S Ph b: τοῦ ἑλ., εἰ βούλ. C Pha 11 ὁ < Ph | ἔλαβεν ἂν S | τῷ — ὑπακούειν Ζ. 12 < Ph b | τῷ < C 12 αἰτίαν — ἐβούλετο frei bei Ezn | αἴτιον μόνον· ἦν Ph: αἴτιον μόνον viell. S (μόνον S) | ἠβούλετο C: τότε + Ph 13 λαμβ. C 52v 14 ἤδη < S 15 καὶ τοῦτο — ἤρξατο Ζ. 16 < Ezn | καὶ μόνον] »nur allein« »nur das einzige« S | μόνον ἦν] μόνην C 16 ἤρξατο] es endet Ph | οὐδὲ γὰρ — ἄνθρωπος S. 190, 3 anders Ezn | οὐδὲ — ἔχει] »Denn niemand kann [sein] sagen, daß es nicht geschaffen ist« S | γὰρ < C 17 τοῦτο συνέβη, προσεγένετο od. ähnlich S 18 ζητήσεις] »Untersuchung, woher dem Menschen das Böse widerfuhr« mit roter Schrift + S | κεῖται] τοῦτο + S | ἔν τινι S: ἐν τῇ C)

190
ὅθεν οὐδὲ τοιοῦτον τὸν ἄνθρωπον πρὸς τοῦ θεοῦ γεγονέναι φημί, κατὰ δὲ τήν τινος διδασκαλίαν τοῦτο πεπονθέναι λέγω· οὐδὲ γὰρ τοιαύτην φύσιν εἰληφὼς ὁ ἄνθρωπος. εἰ γὰρ αὕτως εἶχεν, οὐκ ἂν αὐτῷ κατὰ διδασκαλίαν τοῦτο προσεγένετο, τῆς φύσεως αὐτῆς οὕτως ἐχούσης.

λέγει δέ τις θεία φωνὴ μεμαθηκέναι τὸν ἄνθρωπον τὰ πονηρά· διδάσκεσθαι οὖν φημι τὸ παρακούειν θεοῦ (τοῦτο γὰρ καὶ μόνον ἐστὶ τὸ κακόν, ὃ παρὰ τὴν τοῦ θεοῦ προαίρεσιν γίνεται). οὐ γὰρ <δὴ> καθ᾿ ἑαυτὸν τὸ πονηρὸν <ὁ> ἄνθρωπος διδάσκεται. ὁ διδάσκων τοίνυν τὸ κακόν ἐστιν ὁ δράκων, von Gott selbst geschaffen. Sie (die Schlange) lehrt aber den Menschen, indem sie ihn abwendig machen will von dem Höchsten.