Quaestionum Homericanum ad Iliadem pertinentium reliquiae
Porphyrius
Porphyrius. Porphyrii Quaestionum Homericanum ad Iliadem pertinentium reliquiae, Fasc I-II. Schrader, Hermann, editor. Leipzig: Teubner, 1880-1882
824. 25. διὰ τί προκρίνει Αἴαντοϲ; διὰ τὴν ϲτάϲιν· θραϲὺϲ γὰρ[*](B⟩ f. 320a ad δῶκε μέγα.) ὢν οὐκ ἂν ἠνέϲχετο, ἢ καὶ ἔτι πολεμῆϲαι ἠθέληϲεν.
[*](2 ἀντόδωροϲ cod.; corr. Vill., An. II, p. 173 not.; Ἀπολλόδωροϲ quidam Κυμ. apud Clem. Alex., strom. I, p. 133, affertur 12 v. infr. ad lin. 8—12)[*](Leid. f. 249 ad Λ 750: ἀπορία. ἐπεὶ Ὅμηρος οὐδέ τινα ἀπὸ τῆς μητρὸς σημαίνει, πῶς ἐνταῦθα γέγει Μολιόνης ⟨corr. e Μολιώνης⟩ παῖδες; λύσις. ῥητέον οὖν ὅτι Μολίονε ἀντὶ τοῦ πολεμικούς, ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν μάχην μολύνσεως, καὶ οὐ ὡ νεώτεροι ἀπὸ μητρός, et Vict. (Bkk.) Λ 709: καὶ πῶς καυχᾶται (ὁ Νέστωρ) παῤ ὀλίγον αὐτοὺ λαβών; ὅτι τερατώδεις τινὲς ἦσαν, ὡς Ἡσίοδος, ἄμφω ἐντὸϲ ἑνὶ σώματι ὄντες, ὡς δέ τινες, ἐκάτεροι δύο σώματ εἶχον. Illud enim sine ullo dubio e scholio alius generis (v. A v. 709 vel schol. min. v. 750) ita excerptum est, ut quaestionis forma extrinsecus accesserit; neque alteri (Vict.), cuius neque reliqui codices neque Eustathius vestigium servaverunt, plus fidei tribuerim. Ceterum iisdem, quae h. l. edidimus, Eust. Ψ, p. 1321, 22 sqq., usus est, apud quem Quaestionis forma non comparet.)[*](8—12 Aristarchum (de quo v. Lehre, Ar. p. 176) verba πλήθει πρόσθε βαλόντες Eust. (lin. 26) ita interpretatum esse intellexit, ut significarent: διὰ δῶκε μέγα. πλῆθος, τουτέστι διότι δίδυμοι ἦσαν. Cui rei suffragari videtur schol. min. h. l., quod inter excerpta retuleris: πλήθει πρόσθε βαλόντες] ἢτοι τῶν χειρῶν ἢ τῶν ἁρμάτων, τῶν συναιρουμένων αὐτοῖς θεατῶν τῷ πλήθει ἐμὲ νικήσαντες. διφυεῖς γὰρ καὶ ἀνὰ τέσσαρας χεῖρας ἔχοντες ἱστοροῦνταθ, Quae si recte se habent, post ἄριστα (lin. 12) lacuna statuatur necesse est.)[*](19. 20 Scholium misere decurtatum suppleri posse videtur e schol. Vict. (f. 437a) vix pluris faciendo, quod ad Pium Hiller, PhiI XXVIII, p. 112, retulit: . . . . οἱ δὲ ὅτι διαλυομένων αὐτῶν ἰδίᾳ Ἀχιλλέως γενέσθαι τὰ ὅπλα, ὥστερ ἐπὶ τῆς πάλης 〈πλάμης cod.〉. ἐπειδὴ οὖν ἐκεῖσε ἐδωρήσατο Αἴαντι, νῦν διομήδει. — Aristarchum, Aristophanem secutum, versus obelo notasse, schol. A docet (cf. Vict.).)826.---διὰ τί δὲ μὴ ποιεῖ καὶ δευτερεῖα ὅτι μὴ μέγα ἦν τὸ κατόρθωμα, θωμα, ἀλλὰ καὶ μεμπτὸϲ ὁ ἀπολειπόμενοϲ, ὁ δὲ νικήϲαϲ εἶχε τὸν ϲόλον--- ---διὸ οὐδὲ δευτερεῖα τίθηϲιν οὐ γὰρ ἦν αὐτὸν διαιρεῖν. ἢ ὡϲ καταφρονητικοῦ ἀϲκήματοϲ καὶ μὴ ἔχοντοϲ ἐνάρετον ἐπίδειξιν.
[*](B⟩ f. 321a ad ὦρτο.)859. καὶ πῶϲ φηϲιν Ὁδυϲϲεὺϲ οἶοϲ δή με Φιλοκτήτηϲ ἀπεκαίνυτο καίνυτο τόξῳ (θ 219); πρὸϲ τοὺϲ ἀγνωρίϲτουϲ καυχᾶται, ὡϲ καὶ τὸ δουρὶ δ’ ἀκοντίζω ὅϲον οὐκ ἄλλοϲ ὀιϲτῷ (θ 229).
[*](*B f. 321a ad πρῶτοϲ v. 962. L f. 492b, Π.)862 sqq. τί λέγει ἐντὸϲ τούτοιϲ τοῖϲ ἔπεϲι ζητήϲειεν ἄν τιϲ·
870. ad v. 862 sqq.
[*](10 ἦκεν ἐπ. om. L 12 οἱ μὲν ὡϲ ἔφαϲαν L 14 ϲημαίνειν L 15 ἐντεταμνένον L 17 ἐντὸϲ pro ἓν codd. corr. Vill. 22 ἐξείλκυϲε L 23 αὐτὰρ ὀιϲτὸν ἔχον L 25 ἐνηρμοϲμένην L 27 φηϲὶ τοϲοῦτον L)[*](5 sqq. Vestigia eiusdem quaestionis quamvis pessime habita inesse viden- tur schol. T (p. 114) θ 229: δουρὶ δ’ ἀκοντίζω κακῶς, φησὶν, ἑαυτὸν ἐπαινεῖ. οἱ μὲν γὰρ ἐπαινοῦντε ἑαυτοῦ οὐδὲ θεῷ παραχωρήσειαν ἄν. οὗτος δὲ τί φησιν ⟨φασι cod.⟩ οἶος ⟨οἷος cod.⟩ δή με Φιλόκτητος ⟨sic⟩. . . . . . . . καὶ πάλιν δρᾶς ⟨i. e. ἀνδράσι, θ 223⟩ θὲ προτέροις . . . . . . . ὁ Δημόδοκος δὲ ᾖδεν. . . . .)[*](17 sqq. † B f. 321a ad σπερχόμενος v. 870 (eadem fere Vict. f. 438b): ἐπειγόμενος ἀπέσπασε τῆς χειρὸς τοῦ Τεύκρου τὸ τόξον ἑνὶ γὰρ ἠγωνίζοντο τόξῳ, ὡς ἑνὶ δίσκῳ. ὀιστὸν γὰρ, ἐξ ὅτου ἐκεῖνος ἐτόξευε καὶ ἐπὶ τὸν σκοπὸν ἴθυνεν, οὗτος ἀναλαβὼν κατεῖχεν (cf. Eust. p. 1324, 10) Aristarchum similiter esse locum interpretatum, Didym. schol. A v. 870, 71 docet.)15. 16. Διὰ τί ὁ Ἀχιλλεὺϲ τὸν Ἕκτορα εἰλκε περὶ τὸν τάφον τοῦ[*](**B f. 322a ad Ἕκτορα. L f. 493a, Π. Μ(osqu., in Syntip. ed. Matthaeiana) p. 87, Π.) Πατρόκλου, παρὰ τὰ νενομιϲμένα ποιῶν εἰϲ τὸν νεκρόν; ἢ παρανομοῦϲι τὰ αὐτὰ οὐχ οἱ ἀμυνόμενοι ἀλλ’ οἱ ἄρχοντεϲ, ὁ δὲ Ἕκτωρ πρότεροϲ τεροϲ ἐνεχείρηϲε λυβήϲαϲθαι τὸν Πάτροκλον τοιαῦτο. τίϲ γὰρ ἡ Ἔκτοροϲ περὶ Πατρόκλου;
διὰ τί Ἀχιλλεὺϲ θανόντα ϲύρει τὸν Ἕκτορα λέγομεν οὖν, ὅτι οὐ δι’ ὠμότητα, ὅϲ γε καὶ Ἠετίωνα φονεύϲαϲ οὐκ ἐϲύληϲεν, ἀλλὰ ϲὺν αὐτοῖϲ τοῖϲ ὅπλοιϲ ἔθαψεν (Ζ 417), ἀλλ’ ὅτι πρότεροϲ ὁ Ἕκτωρ εἰϲ τὸν Πάτροκλον ἀεικέα μήϲατο ἔργα, οἷα καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ·
22. Schol. de v. ἀεικίζειν et sim. notione v. in extr. opere (ζητ. 35).
73. ψευδὲϲ τοῦτο. τάχα οὖν φηϲιν ὅτι ὡϲ μήτηρ ϲυμπάρεϲτιν[*](B f. 323b ad μήτηρ. Vict. f. 442a.) αὐτῷ τῷ νεκρῷ Ἀχιλλεύϲ. ἢ ὑπερβολικῶϲ τοῦτο εἶπεν ἀπὸ τοῦ ϲυνιϲτάντεϲ εχῶϲ αὐτὴν ἐκεῖϲε φοιτᾶν.
81. v. ad p. 164, 12 sqq.
117. τὸ δὲ ἐφήϲω οὐκ ἐϲτιν ἐπιπέμψω ἁπλῶϲ, ἀλλ’ ἔϲτιν ἐντο[*](*B f. 323b. M p. 99, Π.) λὰϲ αὐτῇ δοὺϲ πέμψω. τίϲ δὲ ἡ ἐντολή; λύϲαϲθαι φίλον υἱὸν ἰόντ᾿ ἐπὶ νῆαϲ Ἀχαιῶν· ἐφετμὴ γὰρ ἐντολή, παρὰ τὸ ἐφίεϲθαι γεγονυῖα, ὅ ἐϲτιν ἐντέλλεϲθαι· ὑμέων δ’ ἀνδρὶ ἑκάϲτῳ ἐφιέμενοϲ τάδε εἴρω (ν 7), ὡϲ εἰ ἔλεγεν ἐφετμὰϲ ποιούμενοϲ.
130. ἀθετεῖται· ἀνοίκειοϲ γὰρ ἥρωι καὶ θεῷ. ἴϲωϲ διὰ τὸ πολλοὺϲ[*](Vict. f. 443a.) ἀντ’ αὐτοῦ κτήϲαϲθαι ἐκγόνουϲ. ἢ τάχα ὑποκλέπτουϲα αὐτὸν τοῦ πένθουϲ ταῦτά φηϲι. ϲυγκοιμᾶται οὖν Βριϲηίδι μετὰ ταῦτα (v. 675).