Quaestionum Homericanum ad Iliadem pertinentium reliquiae

Porphyrius

Porphyrius. Porphyrii Quaestionum Homericanum ad Iliadem pertinentium reliquiae, Fasc I-II. Schrader, Hermann, editor. Leipzig: Teubner, 1880-1882

466 sqq. πῶϲ Ἑκάβη μὲν οὐ πίπτει, Ἀνδρομάχη δὲ τοῦτο πάϲχει,[*](A v. 431. L f. 465a.) [*](3 πάντωϲ, ωϲ in ras., B⟩ 6 τινυ β. αἰνὰ παθοῦϲα L 7 ποτὶ L 8 τὸ post λέγει ins. codd.; omisi ὅϲϲά τε B⟩ 10 ἔφθαρτο L 11 ἄνερ B, ἄνεροϲ ⟨οϲ spr. lin. addit.⟩ L 15 τῆϲ περ L 17 post τόϲϲη add. L: τὸ δὲ βείω παρὰ τὸ βαίνειν· ζήτει εἰϲ τὴν Ἰλιάδα τοῦ Ζ 18 A praemittit: ἀντὶ τοῦ θρήνου ἤκουϲεν, tum ἐζήτηται δὲ κτλ. 19 ῥητέον οὖν ὅτι ἡ προτέρα τοῦ ἀνδρὸϲ ἐπιζήτηϲιϲ ϲωφρονεϲτέραν αὐτὴν ποιεῖ B⟩) [*](loco conveniant, Aristarcheis (A Α 474: ὅτι παιήονα οὐ τὸν Ἀπόλλωνα, ἀλλὰ τὸν ἐπὶ καταλύσει λοιμοῦ ὕμνον) similiora sunt, quam ut Porphyrio tribui possint. — Ceterum cf. cum iis quae h. l. edidimus † Vict. f. 415b: πῶς τὸν πολέμιον Ἀπόλλωνα ᾄδει ὡς Τρῶες Ἀθηνᾶν εὐμενίζονται τὸν θεόν· ἢ εὕρημα μὲν αὐτοῦ ὁ παιάν, οὐ πάντως δὲ εἰς αὐτὸν ὁ ὕμνος. μετὰ δὲ τὴν νίκην τοῦ δράκοντος αὐτὸν ἐξεῦρεν.) [*](6 sqq. Quaestio non tam de βείομαι, quod etiam Aristarchus βιώσομαι esse voluit (Hoffm., prol., p. 309), quam de verborum βίος, αἰών, βιοτή sim. (de βίοτος v. Plut. de poet. aud. 6) notione instituta esse videtur quae quo loco oblato orta sit indagari nequit.) [*](6. 7 Cf. Et. M. 196, 16 198, 7.) [*](18—20 Aristarchum sequitur adversus eos, qui dicerent ὅτι ἀσυμπαθὴς ἡ Ἀνδρομάχη ἐκ τοσούτῳ θορύβώ κατ᾿ οἶκον ἀτρεμοῦσα κτλ., eadem ratione usum (Ariston. v. 440). — Cum schol. A schol. min. congruit.) 2[*](1 sqq. Primum et secundum scholium ex eadem quaestione fluxisse, ex † Eust Χ, p. 1278, 35 sqq, sequitur Quod tertio loco posuimus verbo καί, quo incipit, cum iis cohaeret.) [*](21—p. 260, 3 Cum schol. L schol. min. v. 431 congruit.)

260
ῥητέον οὖν ὅτι ἐκείνη μὲν ἐκ τοῦ κατ’ ὀλίγον καὶ ἐκ προϲαγωγῆϲ δεξαμένη τὸ πάθοϲ οὐχ ἡττήθη τῷ κακῷ τοϲοῦτο, Ἀνδρομάχῃ δὲ ἀπροϲδοκήτωϲ ἐμπεϲὸν εἰκότωϲ ἐπεκράτηϲεν.

[*](B⟩ f. 300b ad v. 406.)

οὐ λειποψυχεῖ (ἡ Ἐκάβη) ὡϲ ἐθὰϲ φόνων υἱῶν πολλῶν καὶ προαρξαμένη τῆϲ λύπηϲ ἐντὸϲ τῷ διώκεϲθαι αὐτόν. τῇ δὲ Ἀνδρομάχῃ ἀθρόον προϲέπεϲε τὸ πάθοϲ.

[*](B⟩ f. 302a ad κρατὸϲ v. 468. L f. 466a.)

καὶ πῶϲ ἀποψύξαϲα ἐνεργεῖ ἔϲτι δὲ ϲύνηθεϲ Ὁμήρῳ τὸ ὀφειλόμενον ἁπλῶϲ ἑρμηνεύεϲθαι ἐντὸϲ δυϲὶ περικοπαῖϲ ἐκφέρειν· αὐτὰρ ἐπὴν πάντα τελευτήϲῃϲ τε καὶ ἔρξῃϲ (α 293) ἀντὶ τοῦ ἔρξαϲ τελευτήϲῃϲ, ἄνεϲάν τε πύλαϲ καὶ ἀπῶϲαν ὁχῆαϲ (Φ 537) ἀπώϲαντεϲ ἄνεϲαν, τιμήϲῃ, ὀλέϲῃ δὲ πολέαϲ (Β 4) ἀντὶ τοῦ ὀλέϲαϲ τιμήϲῃ, φθέγγεο καὶ ἐγρήγορθαι ἄνωχθι (Κ 67) ἀντὶ τοῦ φθεγγόμενοϲ ἄνωχθι γρηγορεῖν. οὕτωϲ ἐκάπυϲϲε, τῆλε δ’ ἔχεεν (X 467. 68) ἀντὶ τοῦ χέαϲα τῆλε ἐκάπυϲϲε. τινὲϲ δὲ ὡϲ τὸ θρέψαϲα τεκοῦϲά τε (μ 134).

[*](B f. 302b ad ἤνπερ. Simil. Vict. f. 418b.)