Anacephalaeosis [Sp.]
Epiphanius
Epiphanius. Epiphanius, Volume 1‑3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrich, 1915-1933.
καὶ τὸν μὲν θεὸν νοῦν ὁρίζουσι καὶ [*](1 Kol. 3, 11 vgl. Gal. 3, 28 — 5 — S. 166, 8 vgl. Diels Doxographi graeci S. 587 f u. S. 175 — 12 — 16 fast wörtlich wiederholt im Schlußabschnitt πίστεως c. 9 G U M anaceph. Chron. pasch, (bis Z. 3)) [*](1 ἐπιτιμῶν] ἐπιτεμὼν G U ἐπιστέλλων Chron. pasch. | ἔφη] ἔλεγεν Chron. pasch. 5 Πυθαγόριοι UM | εἴτουν] ἢ anaceph. | τὴν2 < anaceph. 6 δῆθεν < anaceph. | δῆθεν + <νομιζομένοις>? * | Πυθαγόρας 7 δογματίζοντες anaceph. | ἐνψύχων M | δὲ] δεῖ M 8 διώριζον anaceph. | τὰ < anaceph. | καὶ] Jahn Diels | λέγοντες anaceph. 9 ὑποκάτωθεν Μ τε] δὲ M anaceph. 10 — 11 σιωπῶν δὲ ὁ τούτων διδάσκαλος ἑαυτὸν θεὸν ὡνόμασε anaceph. 10 f ἐπὶ — ἐδίδασκε < M 12 Πλατωνικοὶ + δὲ anaceph. γεννητὸν G U anaceph. 13 vor + τὴν ψυχὴν + καὶ G | τὴν δὲ ψυχὴν anaceph. | ἀγέννητον UM anaceph. | ἀθάνατον] ἄφθαρτον G 14 αὐτὴν M | καὶ < GUM 15 πᾶσι + <δεῖν> Dind. 18 ὁμοῦ δὲ] ὁμοίως δὲ πολλοὺς + καὶ αὑτοὶ anaceph. | ἐδογμάτισε GUM 20 δὲ < 21 ἔχειν < anaceph. | αὐτῶν anaceph. | ἀπεφήναντο] ὁρίζουσι anaceph. ὁρίζουσι] δογματίζουσι anaceph.)