Anacephalaeosis [Sp.]

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1‑3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrich, 1915-1933.

ἔπειτα δὲ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Θάρρα πατρὸς Ἀβραὰμ καὶ δι᾿ ἀγαλμάτων τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας εἰσηγησάμενοι, τοὺς ἑαυτῶν προπάτορας δι᾿ ἀπεικονισμῶν τετιμηκότες καὶ τοὺς πρὸ αὐτῶν τετελευτηκότας τεχνησάμενοι ἐκ κεραμικῆς ἐπιστήμης τὸ πρῶτον, ἔπειτα δι’ ἑκάστης τέχνης μιμησάμενοι, οἰκοδόμοι μὲν λίθον ξέσαντες, ἀργυροκόποι δὲ καὶ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἰδίας ὕλης τεκτηνάμενοι, οὕτω καὶ τέκτονες καὶ οἱ καθεξῆς·

Αἰγύπτιοι δὲ ὁμοῦ καὶ Βαβυλώνιοι καὶ Φρύγες καὶ Φοίνικες ταύτης τῆς θρῃσκείας πρῶτοι εἰσηγηταὶ γεγόνασιν, ἀγαλματοποιίας τε καὶ μυστηρίων, ἀφ᾿ ὡν τὰ πλεῖστα εἰς Ἕλληνας μετηνέχθη ἀπὸ τῆς Κέκροπος ἡλικίας καὶ [*](1 vgl. liber Jub. 11, 1 ff Littmann — 9 vgl. liber Jub. 11, 16 12, 2 Litt- mann — 9 ff vgl. Ancoratus c. 102, 7; S. 123, 12 ff — 15 vgl. Eus. praep. ev. 16 Migne 21, 48 B — 17 f vgl. Eus. praep. ev. II 1; Migne 21, 93 ff — 18 zu Κέκροψ vgl. Eus. praep. ev. X 9; Migne 21, 809 B Chronik aus dem Armenischen S. 159 Karst Hieronymus Chronik S. 21, 24 Helm G U M anaceph. Chron. pasch.) [*](1 τρίτη < G | ἀπὸ τῶν χρόνων] πρὸ ἕξ χρόνων anaceph. | τοῦ Σεροὺχ) < Chron. pasch. 1 f ἐναρξάμενος — εἰδωλολατρείας < M 2 anaceph. | εἰδωλατρίας G U | ὡς] ἕως G 3 καὶ < Chron. pasch. 4 γε ἐναρξαμένων < Chron. pasch. | ἐναρξαμένων *] ἐναρξάμενα G U M 5 * etwa <ἦσαν ἀρχηγοῖς> * | ἐθεοποιοῦντο anaceph. ἐποίουν Chron. pasch. 7 γόητας] ἡγεμόνας Chron. pasch. | ἤ τινας < anaceph. 8 vor βίῳ + τῷ anaceph. | μνήμης + τι G U M | δοκοῦν < anaceph. | * etwa <διαφέροντας> 10 ἀγαλμάτων + αὐτῶν anaceph. 11 τοὺς < GUM 13 δι’ ἑκάστης — anaceph.] ἑκάστης — μιμησαμένης G U M Chron. pasch. | λίθον + λίθῳ Chron. pasch. 14 ξύσαντες anaceph. | δὲ] τε Chron. pasch. 14 f τεκτηνάμενοι οὕτω] τεχνασάμενοι ἐπετέλεσαν, χαλκοπλάσται δὲ καὶ ἐπιξῦσται τέχναις χρησάμενοι σάμενοι ἐποικιλλεύσαντο Chron. pasch. 15 δὲ ὁμοῦ] μὲν οὖν Chron. pasch. ὁμοῦ hinter Βαβυλώνιοι anaceph. 1 7 γεγονότες Chron. pasch. | μυστηρίων + τελετὰς Chron. pasch. 18 f καὶ καθεξῆς — ὑστέρῳ πολὺ] καὶ μετέπειτα καθεξῆς ὕστερον πολλοὶ Chron. pasch.)

164
καθεξῆς), μετέπειτα δὲ καὶ ὑστέρῳ πολὺ τοὺς περὶ Κρόνον καὶ Ῥέαν,