Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

περὶ γὰρ τοῦ Μελχισεδὲκ εἴρηται ὅτι »ἦν ἱερεὺς τοῦ ὑψίστου«. εἰ οὖν ὕψιστός ἐστιν οὗτος καὶ πατήρ, ἄρα ἑτέρου [*](4 Matth. 28, 19 — 6 I Kor. 12, 11 — 29 Gen. 14, 18 M U (bis πλανῆσαι Ζ. 13; S. 336, 14 — 337, 9 in U ausgelassen) 14 vgl. Cramer Cat. in ep. ad Hebr. 556, 3) [*](1 ἐφθέγγετο + οὖν U | ἐν] σὺν Μ 8 περὶ < U 9 λ;γει < U | ὅτι] οὔτε U | χαρίσμασιν + εἶπεν ὅτι < U | † δωρεῖται] etwa ἐμπολιτεύεται * 10 τὰ < Μ 11 αὐτοῖς συμβαίνοντα < U | ἀλλ’ U 12 αἵρεσιν < U 21 ὑπέρογγον Μ 22 * etwa <ἀνοήτως>* | * <εὶς τὸν μελχισεδὲκ εἰρημένα ὡς> * 26 <παρὰ> *)

337
ὑψίστου ὑπάρχων ἱερεὺς οὐκέτι αὐτὸς εἴη πατὴρ τῶν ὅλων, ἱερατεύων ἑτέρῳ ὑψίστῳ.

καὶ ὦ τῆς τῶν ἀνθρώπων χυδαιότητος τῆς τὰ ἀληθινὰ μὴ κατανοούσης, ἐπὶ τὰ πλάνα δὲ ἑαυτὴν τρεπούσης. τὸ πέρας γὰρ τῆς ἐπιλύσεως τοῦ παντὸς ζητήματος ὁ ἅγιος ἀπόστολος συναγαγὼν ἔφη »ὁ δὲ μὴ γενεαλογούμενος ἐξ αὐτῶν« (δῆλον δέ· ἀλλὰ ἐξ ἑτέρων) »δεδεκάτωκε τὸν Ἀβραάμ«, καὶ πάλιν »ὅς ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ δεήσεις καὶ ἱκεςίας ἐποιεῖτο, φηςί, πρὸς τὸν δυνάμενον αὐτὸν σῶσαι«· ὅτι δὲ <ὁ> πατὴρ σάρκα οὐκ ἐνεδύσατο δῆλον.

Καὶ περὶ τούτων δὲ ἱκανῶς διαλεχθέντες καταλείψωμεν τὴν αἵρεσιν, ὥσπερ μυογαλίδιον λίθῳ πεπαικότες διὰ τῆς στερεᾶς πίστεως καὶ ἑδραιώματος καὶ φυγόντες τὸ ἰοβόλον αὐτῆς δηλητήριον. τὸ γὰρ μυογαλίδιόν φασι πρὸς μὲν τὴν ὥραν μηδὲν ἀδικεῖν τὸν δακνόμενον, χρόνῳ δέ τινι τὸ σῶμα ἀφανίζειν καὶ εἰς λώβησιν κελεφίας ἕως ὅλων τῶν μελῶν ἔγειν τὸν ἐπιβουλευθέντα.

οὕτω καὶ αὕτη ἡ αἵρεσις * τῇ διανοίᾳ τοῖς εὐθὺς περὶ τούτων ἀκούσασι φαίνεται ὡς οὐδὲν *, προσεντριβομένη δὲ ἡ τῶν λόγων παρολκὴ ζητήματα ἐμποιεῖ καὶ ὥσπερ ἀφανισμ]ν τοῖς μὴ τυχοῦσι κοῦ βοηθήματος τῆς ἀντιδότου ταύτης, τῆς παρ’ ἡμῶν γενομένης κατ’ αὐτῆς ἀνατροπῆς τε καὶ ἀντιλογίας. οὐ τάχιον δὲ φαι;νεται τὸ ζῷον.

ἐν νυκτὶ γὰρ ἐστι πορευόμενον καὶ οὕτω τὴν βλάβην ἐργάζεται, μάλιστα δὲ ἐν τῇ τῶν Αἰγυπτίων χώρᾳ, ὡς ἰστέον ἐστὶ τοῖς τὴν γνῶσιν τοῦ ζῴου ἐπισταμένοις, ὅτι οὐ παρέργως οὔτε σεσυκοφαντημένως τῆς τοῦ ζῴου ὑποθέσεως πεποιήμεθα τὴν μνήμην, ἀπεικάσαντες αὐτὸ τῇ παρὰ τῆς αἱρέσεως βλάβῃ· τοιοῦτο γὰτ αὐτῆς τὸ ἀδίκημα ὑπάρχει.

ἐφεξῆς δὲ βαδιοῦμαι ἐπὶ τὰς ἄλλας, ὅπως τὸ ἐπάγγελμα ἐν θεῷ πληρῶσαι καταξιωθέντες τῷ θεῷ εὐχαριστήσωμεν.

[*](5 Hebr. 7, 6 — Hebr. 5, 7)[*](M U (von. Z. 10 καὶ περὶ τούτων an))[*](8 ὅτι *] ὁ Μ | <ὁ> * 10 διηγηςάμενος Μ 10 f τὴν αἴρεσιν < U 11 μυογαλλύδιον U 12 φύγωμεν Μ 13 μυογαλλύδιον U 13f δακνώμενον Μ 15 ἕως] ὡς Μ 16 αἵρεσις * τῇ διανοίᾳ] διάνοια U | * etwa <ἐμβληθεῖσα> * 17 * <βλάπτουσα> * | προστριβομένη Μ 19f τῆς παρ’ — ἀντιλογίας < U 23 οὐδὲ U | ἐσυκοφαντηένως Μ 24f ἀπεικάσαντες — βλάβῃ < U 25 τοιοῦτο *] τοῦτο Μ U | αὐτῆς *] αὐτοῦ M U | ἀδίκημα] δικαίωμα U 27 τῶ < Μ | Unterschrift: κατα μελχισεδεκιανῶν λݲεݲ ἤ καὶ νݲεݲ Μ)
338

Τούτοις καθεξῆς συνέπεται Βαρδησιάνης τις οὕτω καλούμενος. ὁ δὲ Βαρδησιάνης οὗτος, ἐξ οὗπερ ἡ αἵρεσις τῶν Βαρδησιανιστῶν γεγένηται, ἐκ Μεσοποταμέας μὲν τὸ γένος ἦν, τῶν κατὰ τὴν Ἐδεσσηνῶν πόλιν κατοικούντων.

ὅς τὰ μὲν πρῶτα ἄριστός τις ἀνὴρ ἐτύγχανε, λόγους δὲ οὐκ ὀλίγους συνεγράψατο, ὁπηνίκα ἐρρωμένην εἶχε τὴν διάνοιαν. ἐκ γὰρ τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ ἐκκληςίας ὡρμᾶτο, λόγιός τις ὤν ἐν ταῖς δυςὶ γλώσσαις. Ἑλληνικῇ τε διαλέκτῳ καὶ τῇ τῶν Σύρων φωνῇ.

Αὐγάρῳ δὲ τῷ τῶ, Ἐδεσσηνῶν δυνάστῃ, ἀνδρὶ ὁσιωτάτῳ καὶ λογιωτάτῳ, ἐξοικειούμενος τὰ πῶτα καὶ συμπράττων, ἅμα τε καὶ τῆς αὐτοῦ μετασχὼν παιδείας. διήρκεσε μὲν [*](3ff vgl. Eusebius praep. ev. VI 9; Migne 21, 462 D Σύρου μὲν τὸ γένος Theodoret haer. fab. I 22; Migne 83, 372 B Σύρος, ἐξ Ἐδέσσης ὁρμώμενος ebenso Chron. Edess. S. 90 Hallier Barhebraeus hist. dyn. VII 79 Pococke u. Chron. I 47 Abbeloos-Lamy; dagegen Hippolyt refut. VII 31, 1; S.216, 17 f Wendland ἐπεχείρησε . . . πρὸς Βαρδησιάνην τὸν Ἀρμένιον ἐγγράφως ποιήσασθαι λόγους Jul. Africanus Κεστοὶ c. 29; p. 300 Thevenot Βαρδηςάνης ὁ Πάρθος Porphyrius de abst. IV 17; 256, 10 Nauck Βαρδηςάνης ἀνὴρ Βαβυλώνιος Hieronymus adv. Iov. II 14; Migne 23, 304 A Bardesanes vir Babylonius — 7 f vgl. Eusebius h. e. IV 30, 1; S. 392 16ff Schwartz πρὸς τοὺς κατὰ Μαρκίωνα καί τινας ἑπέρους διαφόρων αὐτοῦ συγγραμμάτων — 9f λόγιός τις ὤν ἐν ταῖς δυςὶ γλώσσαις] anders und wohl richtiger Eusebius h. e. IV 30, 1; S. 392, 15 ff Schwartz ἔν τε τῇ Σύρων συνέγραψε γλώττῃ καὶ ταῦτά τινες μετέφρασαν εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνήν — 10 f gemeint ist Abgar IX bar Manu vgl. v. Gutschmid Mém. de l’acad. de St. Pétersbourg t. 35. 1887. S. 34 ff — zu ὁσιωτάτῳ vgl. Jul. Africanus bei Georg. Syncellus I 676 Dindorf Ἀφρικανὸς Ἄρυαρόν φησιν ἱερὸν ἄνδρα . . . βασιλεύειν Εδέσης κατὰ τούτους τοὺς χρόνους Eusebius-Hieronymus Chronik z. Jahr 218; S. 214, 5 Helm Abgarus vir sanctus regnavit Edessae ut rult Africanus) [*](M U) [*](1 Überschrift: κατὰ βαρδισιανιστῶν Μ κατὰ βαρδησιανιστῶν λݲςݲ καὶ νݲςݲ U 2 βαρδισιάνης Μ 3 βαρδισιάνης Μ 3f βαρδισιανιστῶν Μ 5 Ἐδεσηνῶν Μ | τὰ τὲν πρῶτον ἄριστα Μ 9 Ἐδεσινῶν Μ 10 καὶ λογιωτάτῳ ῳ C; U 11 ἅμα τε Jül.] τε ἅμά ΜU | αὐτοῦ] αὐτῆς? *)

339
μετὰ τὴν ἐκείνου τελευτὴν ἄχρι τῶν χρόνων Ἀντωνίνου Καίσαρος, (οὐ τοῦ Εὐσεβοῦς καλουμένου, ἀλλὰ τοῦ Οὐήρου).

ὃς πολλὰ <πρὸς> Ἀβειδὰν τὸν ἀστρονόμον κατὰ εἱμαρμένης λέγων συνελογίσατο, καὶ ἄλλα δὲ κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστιν ἐμφέρεται αὐτοῦ συντάγματα.

Ἀπολλωνίῳ δὲ τῷ τοῦ Ἀντωνίνου ἑταίρῳ ἀντῆρε, παραιτούμενος [*](1 f Ἀντωνῖνος ὁ Οὐῆρος ist nach stehendem Sprachgebrauch des Epiphanius (vgl. Ancoratus c. 60, 4; I 72, 1 de mens. ac pond. 18, 3; S. 171, 74 Lagarde) Mark Aurel. Da jedoch Mark Aurel zu den andern Angaben—Bardesanes hätte den Abgar überebt und dann noch bis in die Zeit des Antoninus hineingereicht— schlechterdings nicht paßt, so muß eine (vielleicht durch Eusebius IV 30, 1; 392, 14 Schwartz veranlaßte) Verwechslung des Epiph. vorliegen, entweder mit Caracalla, den Epiph. Ἀντωνῖνος υἱὸς Σενήρον nennt, oder—was nach Z. 5 ff weniger wahrscheinlich ist—mit Elagabal (bei Epiph.=Ἀντωνῖνος). Zu letzterem würde freilich die Nachricht des Barhebraeus (chron. I 47 Abbeloos-Lamy) sachlich gut stimmen, daß Bardesanes im Jahr 533 (=221/2n. Chr.) gestorben sei, vgl. auch Porphyrius de abstin. IV 17; 256, 11 Nauck und de styge (bei Stobäus ecl. phys. I 3, 56; 37, 25 Meinecke) über das Zusammentreffen des Bardesanes mit der indischen Gesandtschaft an Elagabal – 3 Ἀβειδάν] vgl. den Awida im Buch der Gesetze der Lander S. 1 ff Epiph meint daher sicher diese Schrift, wie auch Theodoret haer. fab. I 22; Migne 83, 372 B/C ἐντετύχηκα δὲ κἀγὼ λόγοις αὐτοῦ . . κατὰ εἱμαρμένης γραφεῖσι. Wenn Eusebius dieselbe Schrift als ὁ πρὸς Ἀντωνῖνον (=Mark Aurel) ἱκανώτατος αὐταῦ περὶι εἱμαρμένης διάλογος bezeichnet (h. e. IV 30, 2; S. 392, 21 f Schwartz), so ist das πρὸς Ἀντωνῖνον entweder ein Versehen für πρὸς Ἀβειδὰν (vgl. die Titelform in der praep. ev. VI 9; Migne 21, 464 A Βαρδηςίανης . . . ὅς ἐν τοῖς πρὸς τοὺς ἑταίρους διαλόγοις τάδε πη μνημονεύεται φάναι) oder hat Eusebius die Schrnt über den Schicksalsglauben mit dem an Elagabal gerichteten Brief zusammengeworfen, vgl. über dicsen Moses Choren. hist. Arm. II 63; S. 185 Whiston etiam ad Antonimim epistolam scriber ausus est (daß hier Elagabal unter Antoninus zu verstehen ist, beweist das Vorhergehende sub Antonino ultimo floruit) – 5 bei Ἀντωνίνου ist, wie das ἑταίρῳ (=comes Caesaris) zeigt, sicher an einen Kaiser zu denken, vgl. auch S. 340, 4, und dann gewiß an denselben wie Z. 1. Ist dies Caracalla, so könnte man die Auseinandersetzung mit Apollonius in die Zeit der Eroberung Edessas durch Caracalla verlegen und Eusebius h. e. IV 30, 2; S. 392, 21 Schwartz ὅσα τε ἄλλα φαςὶν προφάσει τοῦ τότε διωγμοῦ συγγράψαι auf eine damals in Edessa veranstaltete Christenverfolgung beziehen. Sollte es Elagabal sein, so müßte man den Zusammenstoß mit der indischen Gesandtschaft oder mit dem Brief an Elagabal in Verbindung bringen. —Die Gleichsetzung des Apollonius mit dem Stoiker unter Antoninus Pius (Eusebius-Hieronymus z. J. 149; S. 203, 6 Helm) verbietet sich von selbst) [*](M U) [*](1 Ἀντωνίου U 2 βήρου M | <πρὸς> Corn. Pet. 3 συνελογίσατο (συνελογήσατο M U)] lies wohl ἀπελογήσατο oder συνεγράψατο * 4 συγγράμματα U 5 ἀντήρει U | παραιτούμενος *] παραινούμενος M U)

340
ἀρνήσασθαι τὸ Χριστιανὸν ἑαυτὸν λέγειν. ὁ δὲ σχεδὸν ἐν τάξει ὁμολογίας κατέστη λόγους τε συνετοὺς ἀπεκρίνατο ὑπὲρ εὐσεβείας ἀνδρείως ἀπολογούμενος, θάνατον μὴ δεδιέναι φήσας, ὃν ἀνάγκῃ <ἔφη> ἔσεσθαι, κἄν τε τῷ βασιλεῖ μὴ ἀντείποι.

καὶ οὕτως ὁ ἀνὴρ τὰ πάντα μεγάλως ἦν κεκοσμημένος, ἕως ὅτε τῷ ἀστοχήματι τῆς ἑαυτοῦ αἱρέσεως περιέπεσε, δίκην νηὸς γεγονὼς καλλίστης φόρτον τε ἀσυνείκαστον ἐμβαλλομένης καὶ παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ λιμένος λακισθείσης ἀπολεςάσης τε τὴν ἅπασαν πραγματείαν καὶ ἑτέροις τοῖς ἐπιβάταις θάνατον ἐμποιηςάσης.