Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

εἰ δὲ ἔχει ἐξουσίαν διαιρεῖν ὡς βούλεται, λέγεται δὲ πνεῦμα γνώσεως καὶ πνεῦμα εὐσεβνείας καὶ λέγεται πνεῦμα Χριστοῦ [εἶναι] καὶ πνεῦμα πατρός, τὸ ἐκ [*](2 vgl. S. 237,12 — 3 Act. 16, 16f — 4 Matth. 8,29 — 25 I Kor. 12,11 — 27 Jes. 11,2 — 28 Röm. 8,9 — Joh. 15,26) [*](M U ) [*](1 <ὡς> 4 δοῦλοι < Μ 5 οὕτως *] ὡς ΜΘ 7 αὐτῆς2 + οὐκ M 8 παρ᾿ αὐτῆς μαθόντες—ἀκούειν2<M 9 ἐπίγεια < M | αὐτοῖς]αὐτῆς M 13 γὰρ] < Μ |ᾗ Pet.] ἢ MU 14 ὅτι < M 15f εἰ δὲ—ἁγίῶ< M 15 εἰ *] ἡ U 16 φρονήματος + <ἐλάλει>?* 17 μὴ ἔχουσα< M 19 ἐπροεφήτευεν M | ποῖονν ἄρα ἦν U 20 πολλῆς M 21 ἡμᾶς < U 26f εἰ δὲ ἔχει—ὡς βούλεται Μ U 27 γνώσεως καὶ πωεῦμα < U 28 καὶ λέγεται] λέγεται δὲ M | εἶναι vor πνεῦμα Χριστοῦ U | [e=inai] * 28f πατρὸς τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς] παρὰ πατρὸς U)

237
τοῦ πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ τοῦ υἱοῦ λαμβάνον, οὐκ ἀλλότριον πατρὸς καὶ υἱοῦ ὄν, ἄρα οὐκ ἐλεγε »μὴ ἀκούετέ μου«.

τὰ γὰρ Χριστοῦ τὸ πνεῦμα ἐλάλει καὶ ὁ Χριστὸς τὸ πνεῦμα ἀποστέλλει καὶ ε᾿ν πνεύματι ἁγίῳ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια, καὶ ὁ υἱὸς τὰ τοῦ πατρὸς λέγει καὶὁ πατὴρ τὸν υἱὸν ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ἵνα γινώσκωσιν αὐτὸν καὶ δοξάσωσι, καθὼς δοξάζοθσι τὸν πατέρα.

καὶ διέπεσε κατὰ πά΄ντα τρόπον ἡ τῶν ἀπαλλοτριούντων ἑαυτοὺς διάνοια ἀπὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθίας.

13. Φάσκει δὲ πάλινἡ αὐὴ Μαξξίμιλλα, ἡ τῆς παρακολουθίας γνῶσις καὶ διδασκαλία, ἵνα καὶ χλευαστικῶς εἴπω, ὅτι »ἀπέστειλέ με κύριος τούτου τοῦ πόνου καὶ τῆς συνθήκης καὶ τῆς ἐπαγγελίας αἱρετιστὴν μηνυτὴν ἑρμηνευτήν, ἡναγκασμένον, θέλοντα καὶ μὴ θέλοντνα, γνωθεῖν γνῶσιν θεοῦ«.

σκοπήσωμεν οὖν τῆς ἡμῶν ζωῆς τὴν εὐσταθῆ βα΄σιν καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ φωτός, ὦ ἀγαπητοίκ, καὶ μὴ σφαλῶμεν διὰ τῶν λόγβν τοῦ δι᾿ ἐναντίας καὶ τοῦ βοσκήματος τοῦ ἀλλοτρίου πνεύματος.

ὅρα γὰρ ἐνταῦθα τ[ον οὕτω λαλήσαντα, ἡναγκασμένονν ἑαυτ[ον ἀποφήναντα, οὐχ ἑκουσίᾳ γνώμῃ. ὁ δὲ κύριος ἡμῶν οὐκ ἄχων ἦλθεν εἰς τὸν [*](1 vgl. Joh. 16,14 — 3 Joh. 15, 26 — 3f Matth. 12,28 — 4f vgl. Joh. 8,26 Joh. 17,18 — 5f vgl. Joh. 17,3 — 11 zu πόνος vgl. Tertullian de monog. 2 ergo, inquis, hac argumentatione quidvis novum et onerosum paracleto udscribi poterit . . . fidem dicente pro eis integritate praedicationis . . . licet onerosis, quia nec nunc sustinentur; zu συνθήκη vgl. Tertullian de birg. vel. 1 iustitia . . . primo fuit in rudimentis . . . dehinc per legem et prophetas promovit in infantiam, dehinc per evangelium efferbuit in iuventutem, nunc per paraeletum componitur in maturitatem de exhort. cast. 6 de monog. 2. 14, zu ἐπαγγελία vgl. den Anonymus bei Eusebius V16, 9; S. 464, 3 τοὺς μὲν χαίροντας καὶ χαυνουμένους ἐπ᾿ αὐτῷ (sc. über Montanus), μακαρίζοντος τοῦ πνεύματος καὶ διὰ τοῦ μεγέθους τῶν ἐπαγγελμάτων ἐκφυσιοῦντος) [*](M U ) [*](4 υἱὸς *]κύριος MU | τοῦ< M 6 γινώσκουσιν M | δοξάσωσι]δοξάζουσι M δοξάσουσι U 10 γνῶσις hinter διδασκαλίας (!) U; γνῶσ<τ>ισ καὶ διδασκαλίας Jül. | καὶ2<U 11 τ. ἐπαγγελίας κ. τ. συνθήκης U 12 μηνυστὴν M | unten S. 238,13f schreibt Epiphanius, wie wenn er gelesen hätte θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας; wohl Flüchtigkeitsversehen. Die Prophetin spricht von sich im Masc. wie S. 222,1 | γνωθεῖν] μαθεὶν U. Das dem Zusammenhang genau entsprechende, aber in seiner Bildung höchst ungewöhnliche γνωθεῖν wage ich nicht zu ändern. Verständlicher wäre γνω(σ)τεῖν; das θ scheint jedoch durch die Verballhornung in μαθεῖν geschützt. Sachlich richtig umschreibt Epiph. das Wort S. 238,15 mit διδάσκειν 15 τοῦ1]τῶν τοῦ U 17 οὐχ]οὐκ M)

238
κόσμον οὐδὲ μετὰ ἀνάγκης ὑπὸ πατρὸς ἀπεστάλη, ἀλλὰ ἅμα σὺν πατρὶ ἔχων τ[ο θέλειν καὶ σὺν ἁγίῳ πνεύματι τὸ παρέχειν·