Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

ἄλλοι δὲ τὸν Καυλακαῦ ὡσαύτως δοξάζουσιν, ἄρχοντά τινα τοῦτον οὕτως κα- [*](3 vgl. unten haer. 20, 4, 5 ff — 8 vgl. Filastrius haer. 33, 3; S. 18, 7 Marx alit antem ex iis Jaldabaoik quendam (sc. venerantur) — 9 vgl. Irenaeus adv. haer. I 30, 5; I 230 Harvey eum gut a matre printus sit, Jaldabaoth rocari — 11 f Bücher εἰς τὸν Ἰαλδαβαὼθ auch bei den »Gnostikern« erwähnt haer. 26 — 12 ff vgl. Irenaeus adv. haer. I 24, 5 f; I 201 Harvey (bei Basilides) noutma quoque quaedam affingentes quasi anqelorum annunciant kos quidein esse in jyfwto coelo, hos autem in secundo .... igitur qui haec didicerit et angelos onines cognoverit et causas eorum, invisibilem et incoDipreliensibilem euni angelis et potestatibus universis fieri, quemadmodwn et Caulacaii fuisse — 15 f ebenso, wohl aus Epiph. schöpfend Filastrius haer. 33, 3; S. IS, 8 Marx alii autein Calacaun (ob er ἄνθρωπον statt ἄρχοντα las?); vgl. Irenaeus adv. haer. I 24, 5 f; I 201 f Harvey quemadmodum et nnoidus nomen esse, in quo dicunt descendisse et ascendisse ScUvaioreni, esse Caidacau .... quemadmodum (sc. unsichtbar ür die Archonten) et Caulacau fuisse Hippolyt refut. V S, 4; S. 89, 20 Wendland οὑτοὶ εἰσιν οἱ τρεῖς ὑπέρογκοι λόγοι Καυλακαῦ Σαυλασοῦ Ζεησάρ, Καυλακαῦ τοῦ ἄνω τοῦ Ἀδάμαντος, Σαυλασαῦ τοῦ κάτω θνητοῦ, Ζεησὰρ τοῦ ἐπὶ τὰ ἄνω ῥεύσαντος Ἰορδάνου V M) [*](2 καταμηνιαίων M Ι * etwa <δοκοῦσι συλλέγειν<* * 4 ὑφηγήσοABBREVμαι, ο ω V corr 4 f ἐνακουόντων V 6 ἀποτροπῆς M 7 κατὰ M 8 τὸ ἐμφανὲς M τῶν προειρημένων V 9 δοξάσουσιν V 10 ἀναγαγεῖν M Ι αυτῆ M 13 <ὡς> * Ι φησιν V 16 καυλαυκαὺκ)

271
λοῦντες, φαυτασιάζειν φιλοτιμούμενοι τοὺς ἀπείρους διὰ τῆς τῶν ὀνομάτων ἐκπλήξεως καὶ ἐπιπλάστου τῆς τοῦ ὀνόματος βαρβαρωνυμίας. τοῖς δὲ ἐμπείροις καὶ ἐκ θεοῦ λαβοῦσι περὶ ἐκάστης ὀνομασίας καὶ ὑποθέσεως τῆς ἀληθινῆς τοῦ θεοῦ γνώσεως χάριν πῶς οὐκ εὐθυέλεγκτα τοῦ μύθου αὐτῶν καὶ πλάνης τὰ διδάγματα εχέγγυα;

4. Προύνικον γὰρ ἐὰν εἴπωσι, τὸ ὅλον ἐστὶν ἡδυπαθείας καὶ ἀκρασίας ἐξέρευξις. πᾶν γὰρ τὸ προυνικευόμενον λαγνείας ὑποφαίνει τὸ ἐπώνυμον, φθορᾶς δὲ τὸ ἐπιχείρημα.

ἐπὶ τοῖς γὰρ τὰ σώματα διακορεύουσιν Ἑλληνική τίς ἐστιν λέξις τό »ἐπρουνίκευσε τήνδε«· ὅθεν καὶ ἐν μύθοις ἀναγράφουσιν οἱ τὰ ἐρωτικὰ συγγραψάμενοι Ἑλλήνων ἀπατεῶνες περὶ κάλλους λέγοντες οὕτως ὅτι κάλλος προύνικον.

ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ Καυλακαῦ τίς τῶν γινωσκόντων οὐκ ἂν καταγελάσειεν, ὅτι τὰς Ἑβραϊστὶ καλῶς εἰρημένας λέξεις καὶ Ἑλληνιστὶ | καλῶς ἑρμηνευθείσας καὶ <εἰσέτι> νῦν παρὰ τοῖς Ἑβραϊστὶ άναγινώσκουσι φανερὰς οὔσας καὶ οὐδὲν σκολιὸν ἐχούσας αὐτοὶ εἰς εἰδωλοποιίας τε καὶ εἰς μορφὰς καὶ εἰς ἐνυποστατικὰς ἀρχὰς καὶ ὼς εἰπεῖν ἀνδριαντοπλασίας, τοῖς ἀφελέσι διὰ φαντασίας τὴν πλάνην ὑποσπείροντες, ἀνατυποῦσιν εἰς τὴν τῆς αἰσχρᾶς αὐτῶν καὶ μυθώδους τέχνης ὑποσποράν;

καυλακαῦ γὰρ ἐν τῷ Ἠσαίᾳ γέγραπται, λέξις τις οὖσα ἐν τῇ δωδεκάτῃ ὁράσει, ἔνθα λέγει »θλίψιν ἐπὶ θλίψιν, ελπίδα ἐπ' ἐλπίδι, ἔτι μικρὸν ἔτι μικρὸν προσδέχου«·