Apocalypsis Enochi

Liber Enoch

Das Buch Henoch. Flemming, Johannes Paul, and Radermacher, Ludwig, editors. Leipzig: Hinrichs, 1901.

ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου Ναφηλεὶμ τὰ πνεύματα ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν αὐτῶν ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεως. οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας ἡμέρας σεως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης, ἐν ᾖ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται.

καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν οὐρανῷ ἦσαν·

ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε, καὶ πᾶν μυστήριον ὅ οὐκ ἀνεκαλύφθη λύφθη ὑμῖν, καὶ μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε, καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν, καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τε κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς.

εἶπον οὖν αὐτοῖς· οὐκ ἔστον εἰρήνη.

Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον, ἐν ᾦ οἱ ὄντες ἐκεῖ γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καί, ὅταν θέλωσιν, φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι.

καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος, οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν.

καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ † αεροβαθη, ὄπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη, καὶ τὰς θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας.

καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων ζώντων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως, ὅ ἐστιν καὶ παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου.

καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός, ἐν ᾦ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως.

εἶδον τοὺς μεγάτὰ

τὰ πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεως. οὕτως ἄφανίσουσι μέχρι ἠμέρας τῆς τελειώσεως, ἴως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης, ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται, ἐφ’ ἅπαξ ὁμοῦ τελεσθήσεται.

Καὶ αὖθις· περὶ δὲ τοῦ ὅρους, ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπ’ αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη, καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό, εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπ’ αὐτό, μέχρις ἡμέρας καρίσεως τῆς μεγάλης. ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός· οὕτως κατακαήσεται περὶ πόντων τῶν ἔργων αὐτοῦ. καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς άνθρώπων· ὀργὴ μεγάλη καθ’ ὑμῶν, κατὰ τῶν υἱῶν ὑμῶν, καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφ’ ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν. καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς, ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν. καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείω ἔτη. οὐ γὰρ έ)στιν ἐπ’ αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως

[*](XVI 1 cf. Lactantius Inst. II 15. — XVI 3 cf. Clemens Alex. Strom. V 1 Hermes apud G. Syncellum p. 13 Goar p. 24 Dind. 1 Ναφηλεὶμ] αφων P vgl. A Sync. ἀφ’ ὧν Edd. Ι 4 ἕως τῆς κρίσεως mit Sync? Ι 6 ὅ tilgte Ι 7 μυστήριον τὸ ἐξουθενημένον C Ι 14 αφικνυτο Ι 15 αστερων Ρ ] άστραπῶν Usener Ι καὶ — ἀστέρων < A Ι 16 viell. εἰς τὰ ἀκρω<τήρια τα< βάθη nach A εἰς τὰ ἀκροβαθῆ Diels Ι 18 περιέχον Α? wohl richtig.)
45

Cap. 16. Von den Tagen des Mordes und Verderbens und des Todes der Riesen an, da die Geister aus den Seelen ihres Fleisches herausgegangen sind, sollen sie dem Verderben Geweihte sein (r. Ver- derben anrichten) ohne Gericht — so sollen sie verderben (r. Verderben anrichten) bis auf den Tag der Vollendung des grossen Gerichts, an dem der grosse Weltlauf zu seinem Ende gekommen sein wird [an den Wächtern und den Gottlosen]. 2 Und nun (sprich) zu den die dich abgeschickt haben, für sie zu bitten, die vordem im waren, 3 nun (sprich): Ihr seid in dem Himmel gewesen, aber > verborgenen Dinge waren euch noch nicht offenbart, doch kanntet ihr ein fluchwürdiges Geheimnis und das habt ihr den Weibern in Herzenshärtigkeit erzählt, und durch dieses Geheimnis richten und Männer viel Böses auf Erden an. 4 Sage ihnen also: keinen Frieden haben.«

Cap. 17. Und sie nahmen mich hinweg an einen Ort, wo diejenigen, welche daselbst hausen, wie flammendes Feuer sind, und wann sie wollen, erscheinen sie wie Menschen. 2 Und sie führten mich den Ort des Sturmwindes und auf einen Berg, dessen höchster bis an den Himmel reichte. 3 Und ich sah die Stätten der und des Donners an den äussersten Enden, in der Tiefe, wo der feurige Bogen und die Pfeile nebst ihrem Köcher und das feurige Schwert alle Blitze sind. 4 Und sie brachten mich bis zu den [sogenannten] lebendigen Wassern und bis zu dem Feuer des Westens, welches jeden Sonnenuntergang aufnimmt. 5 Und ich kam zu einem Feuerstrome, dessen Feuer wie Wasser dahinfliesst, und der sich in das grosse Meer im Westen ergiesst. 6 Und ich sah die grossen Ströme und kam

ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργήν, ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνων· μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα.

καὶ ταῦτα μὲν ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼκ περὶ τῶν ἐγρηγόρων pergit Syncellus.

[*](Cap. 17. 3 Psal. 7, 13, auch Habak. 3, 9. 11. Klagel. Jerem. 2, 4. 3, 12. 13. Psal. 18, 15. 77, 18. 19. 144, 6. Deut. 32, 41. 1 von den Tagen . . . an (em-mawâ‘ela)] »in den Tagen« (ama HSS ausser Q Ι 2 Seelen âta)] »Körper« nafest II (excl. EY N), »aus ihrem Fleische« U, einen sinnlosen Text bieten ΜΩΤ Ι 3 »dem Verderben = jemâsen st. jâmâsen = ἀφανίζοντα Ι 5 »der Vollendung des nach d. Gr., im aeth. Text lesen »des grossen Gerichts« BCD, »der grossen alle übrigen HSS Ι 5/6 »an dem der Weltlauf« 1. enta [ ] < Gr. u. Sync. Ι 15/16 »wo (Gestalten) sind wie . . « alle HSS ausser GQ u. T (zw. d. Ζ.) Ι 19 bis] »in« MU, ABCD Ι »leuchtende Stätten und den « alle excl. GMQ u. Ι 20 »Tiefe den feurigen Bogen und . . . « Τ2, H excl. A | 26"»alle grossen Ströme« GT,)
46

λους ποταμοὺς [καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ] καὶ μέχρι τοῦ σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον, ὅπου πᾶσα σάρξ οὐ περιπατεῖ.

εἶδον τοὺς ἀνέμους τῶν γυόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς ἀβύσσου πάντων ὑδάτων.

εἶδου τὸ στόμα τῆς † γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου.