Fragmenta ad singulos libros relata

Chrysippus

Chrysippus. Fragmenta ad singulos libros relata. Stoicorum veterum fragmenta, Vol. 3. von Arnim, Hans Friedrich August, editor. Leipzig: Teubner, 1903 (1964 printing).

fr.1: III p. 110, 29 n. 455 (ἐν τῷ πρώτῳ)

fr.2: III p. 37, 16 n. 157

fr.3: III p. 70, 30 n. 288

fr.4: III p. 77, 20 n. 313.

fr.1: III p. 8, 22 n. 24 (Ἀριστοτέλει περὶ δικαιοσύνης ἀντιγράφων).

fr.1: III p. 71, 5. 10 n. 289

fr.2: III p. 73, 13 n. 297.

fr.1: III p. 50, 31 n. 211

fr.2: III p. 52, 41 n. 226.

fr.1: II p. 92, 33. 93, 10. 15 n. 283 (ἐν τῷ πρώτῳ)

fr.2: II p. 174, 5. 24 n. 551 (ἐν τῷ τετάρτῳ).

fr.1: II p. 264, 17 n. 913

fr.2: II p. 265, 24 n. 915

fr.3: II p. 267, 26 n. 927

fr.4: II p. 270, 8 n. 939

fr.5: II p. 309, 33 n. 1049

fr.6: II p. 266, 33 n. 925 (ἐν τῷ πρώτῳ)

fr.7: II p. 292, 23 n. 998 (ἐν τῷ δευτέρῳ)

fr.8: II p. 293, 12 n. 999 (ἐν τῷ δευτέρῳ).

fr.1: III p. 167, 3 n. 667.

fr. 2: Athenaeus Deipnos. IV p. 159d. Χρύσιππος δ’ ἐν τῇ εἰσαγωγῇ τῇ εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν νεανίσκον φησί τινα ἐκ τῆς Ἰωνίας σφόδρα πλούσιον ἐπιδημῆσαι ταῖς Ἀθήναις πορφυρίδα ἠμφιεσμένον ἔχουσαν χρυσᾶ κράσπεδα. πυνθανομένου δέ τινος αὐτοῦ ποδαπός ἐστιν ἀποκρίνασθαι ὅτι πλούσιος.

fr. 3: Origenes contra Celsum IV 63 Vol. I p. 334, 15 Kö. (p. 552 Delarue). (Dum refutare studet Celsi opinionem τὰ κακὰ οὔτε πλείονα οὔτε ἐλάττονα γίγνεσθαι) καὶ ἄλλως δ’ ἐλέγχεται ὁ τοῦ Κέλσου περὶ τῶν κακῶν λόγος ἀπὸ τῶν ἐξετασάντων φιλοσόφων τὰ περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν καὶ παραστησάντων καὶ ἀπὸ τῆς ἱστορίας ὅτι πρῶτον μὲν ἔξω πόλεως καὶ προσωπεῖα περικείμεναι αἱ ἑταῖραι ἐξεμίσθουν ἑαυτὰς τοῖς βουλομένοις· εἶθ’ ὕστερον καταφρονήσασαι ἀπέθεντο τὰ προσωπεῖα καὶ ὑπὸ τῶν νόμων μὴ ἐπιτρεπόμεναι εἰσιέναι εἰς τὰς πόλεις, ἔξω ἦσαν αὐτῶν· πλείονος δὲ τῆς διαστροφῆς γινομένης ὁσημέραι, ἐτόλμησαν καὶ εἰς τὰς πόλεις εἰσελθεῖν. Ταῦτα δὲ Χρύσιππός φησιν ἐν τῇ περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν εἰσαγωγῇ· Ὅθεν ὡς τῶν κακῶν πλειόνων καὶ ἡττόνων γινομένων, ἔστι λαβεῖν ὅτι οἱ καλούμενοι ἀμφίβολοι ἦσάν ποτε προεστηκότες, πάσχοντες καὶ διατιθέντες καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν εἰσιόντων δουλεύοντες, ὕστερον δὲ οἱ ἀγορανόμοι τούτους ἐξῶσαν. Καὶ περὶ μυρίων δ’ ἂν τῶν ἀπὸ κεχυμένης τῆς κακίας ἐπεισελθόντων τῷ βίῳ τῶν ἀνθρώπων ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι πρότερον οὐκ ἦν. Αἱ γοῦν ἀρχαιόταται ἱστορίαι, καίτοι γε μυρία ὅσα κατηγοροῦσαι τῶν ἁμαρτανόντων ἀῤῥητοποιοὺς οὐκ ἴσασι.

fr.1: II p. 49, 13 sq. n. 172 sq. ?