De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

206.

τοίου γὰρ καὶ πατρὸς.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ τοίου] ἀντὶ τοῦ τοιούτου, οὐχ, ὡς οἱ γλωσσογράφοι, πάντως ἀγαθοῦ. H. cf. Ar. ad Ω 164. Eust. 1492, 9. De glossographis vide L. Ar. 36. cf. B ad Η 231.

228.

Πολύδαμνα.

†) κύριον ὄνομα ἡ Πολύδαμνα κατὰ Ἀρίσταρχον. Q.

231.

Παιήονός εἰσι γενέθλης.

†) Παιήων ἰατρὸς θεῶν, οὐχ ὁ αὐτὸς τῷ Ἀπόλλωνι, ἀλλὰ κεχωρισμένος· παρὰ μέντοι τοῖς νεωτέροις ὁ αὐτὸς νομίζεται εἶναι. καὶ Ἡσίοδος δὲ μάρτυς ἐστὶ τοῦ ἑτέρου εἶναι τὸν Παιήονα τοῦ Ἀπόλλωνος, λέγων εἰ μὴ Ἀπόλλων Φοῖβος ὑπὲκ θανάτοιο σαώσαι ἢ καὶ Παιήων, ὃς ἁπάντων φάρμακα οἶδεν. MTV.

cf. L. Ar. 179. Quod in BHQ Aristarchum legisse traditum est: ἰητρὸς δὲ ἕκαστος, ἐπεί σφισι δῶκεν Ἀπόλλων ἰᾶσθαι· καὶ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέθλης, huic observationi repugnat omnique fide destitutum est. Monet Lehrsius l. c. Tamen La Roche p. 73 lectionem ut Aristarcheam adnotavit. Ex schol. in V. ad Ο 262 sequitur, Zenodotum Mallotem Paeeonem falso pro Apolline accepisse. cf. etiam Eust. 1014, 60.

240.

πάντα μὲν οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι . . . ὅσσοι Ὀδυσσῆος . . . εἰσιν ἄεθλοι.

†) ἰδίως τὸ πάντα ἐπήνεγκε τῷ ὅσσοι τὸ γένος ἀλλάξας. Q. Fuisse videtur Ar. διπλῆ πρὸς τὸ σχῆμα. cf. F. Ar. 32. λ 517. θ 214. μ 75. κ 212. ρ 266.

244.

αὐτόν μιν πληγῇσιν . . δαμάσσας.

†) δύο ἰσοδυναμοῦσαι ἀντωνυμίαι ἀντὶ τῆς μιᾶς παραλαμβάνονται VT. cf. ad δ 118.

248.

δέκτῃ, ὃς οὐδὲν τοῖος ἔην ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.

†) ὁ κυκλικὸς τὸ Δέκτῃ ὀνοματικῶς ἀκούει, παρ’ οὗ φησι τὸν Ὀδυσσέα τὰ ῥάκη λαβόντα μετημφιάσθαι. ὅς οὐκ ἦν ἐν ταῖς ναυσὶ τοιοῦτος οἷος Ὀδυσσεὺς ἀχρεῖος. Ἀρίσταρχος δὲ δέκτῃ μὲν ἐπαίτῃ, τὸ δὲ, ὃς οὐδὲν τοῖος ἔην τῷ ἐναντίῳ τὸ ἐναντίον, ὅς οὐκ ἦν τοιοῦτος (ὁ Ὀδυσσεὺς) ἀλλ’ ἐνδοξότατος καὶ μεγαλοπρεπέστατος, (ἴκελος δὲ ἐπαίτῃ) HMQT.

M praeterea habet: τὸ δὲ — δεν παρέλκει, quod item ad Α 412. 244. Ar. adnotavit.

Aristarchi interpretationem vocabuli δέκτῃ praeterea habent schol. in E. Apoll. l. h. 57, 16. Eust. 1494, 55. cf. L. Ar. 153.

249.

οἱ δ’ ἀβάκησαν.

†) ἡ λέξις τῶν ἅπαξ εἰρημένων ἐστίν V.

Has Ar.adnotare solebat contra chorizontes, quod Homerus et in Iliade et in Odyssea iis usus sit cf. Λ 147. Apoll. 2, 16 l. h. Eust. 1494, 59.

254.

μὴ μὲν πρὶν Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ’ ἀναφῆναι πρίν γε τὸν ἐς νῆάς τε θοὰς κλισίας τ’ ἀφικέσθαι.

Diple fuit propter constructionem adverbii πρίν cf. HMQT: ἔστιν ὅμοιον τῷ τὴν δ’ ἐγὼ οὐ λύσω, πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν (Α 29) καὶ οὐδὲ ποτ’ ἐκπέρσει, πρίν μιν κύνες ἀργοὶ ἔδονται. (Σ 283). cf. ad Σ 283. γ 117.

285-289.

ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν υἷες Ἀχαιῶν, Ἄντικλος δὲ σέ γ’ οἶος ἀμείψασθαι ἐπέεσσιν ἤθελεν· ἀλλ’ Ὀδυσσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε νωλεμέως κρατερῇσι, σάωσε δὲ πάντας Ἀχαιούς, τόφρα δ’ ἔχ’, ὄφρα σε νόσφιν ἀπήγαγε Παλλὰς Ἀθήνη.

*) Ἀρίσταρχος τοὺς ε′ ἀθετεῖ, ἐπεὶ ἐν Ἰλιάδι οὐ μνημονεύει Ἀντίκλου ὁ ποιητής HQ. Idem Didymus.

287.

ἀλλ’ Ὀδυσσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν.

†) ἐπεπίεζε τὴν μάστακα, ὅ ἐστι τὸ στόμα, ἀπὸ τοῦ μασᾶσθαι Β.

Sic interpretatus est Ar. vocabulum ad Ι 324 contra glossographos, qui ἀκρίδα explanabant.

295.

ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ τερπώμεθα.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] δοτική ἐστιν ἀντὶ γενικῆς H.

cf.Λ 121.Σ 11.Τ 62.F. Ar. p. 23.

304.

Ἀτρείδης δὲ καθεῦδε.

Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem δ’ ἐκαθεῦδε. cf. γ 402.

312.

τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ’ ἤγαγε;

*) [ἡ διπλῆ] πρὸς τὴν ἑρμηνείαν, [τίπτε] (τί ποτέ) σε χρειὼ ἤγαγε δήμιον ἢ ἴδιον; H.

cf. γ 14.

317.

κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] λείπει ἡ περὶ, ἵνα ᾖ, εἰ τινά μοι φήμην περὶ τοῦ πατρὸς ἐνίσποις Q.

cf. F. Ar. 26.

322.

τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ’ ἱκάνομαι, αἴ κ’ ἐθέλῃσθα.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἱκάνομαι] ἀντὶ τοῦ ἱκάνω· ἡ δὲ λέξις ἀντὶ τοῦ ἱκετεύω. BQ.

Sic Ar. ad Χ 123. Apoll. l. h. 90, 33. γ 92. ζ 176.

353.

οἱ δ’ αἰεὶ βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων.

†) βούλεται μὲν λέγειν θυσιῶν· ἀσαφέστερον δὲ εἴρηται· διὸ Ζηνόδοτος ἠθέτει. ποῖαι γὰρ, φησὶν, ἐγένοντο ἐντολαί; EHPQ.

Aristonici verba non sunt, nam nunquam Zenodotum ipsum loquentem induxit, sed certe de illius athetesi dixit.

366.

Εἰδοθέη·

Diple periestigmene, quod Zenodotus pro Εἰδοθέη scripsit Εὐρυνόμη cf. in EHQ.

368.

αἰεὶ γὰρ περὶ νῆσον ἀλώμενοι ἰχθυάασκον.

Diple fuit contra chorizontes, qui opponebant, solum in

Odyssea heroes piscibus vesci, non in Iliade. Contra hos Aristarchus recte demonstravit, quaedam heroibus cognita quidem fuisse, quibus Homerus heroas utentes non faciat. Fortasse hoc etiam Ar. obtendit, quod Homerus ipse dicit: ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός et schol. in B affert: ἀλλαχόσε οὐ λέγει ὁ Ὅμηρος ἐσθίειν τοὺς Ἕλληνας (l. ἥρωας) ἰχθύας· νῦν δέ φησι τούτους ἀγρεύειν ἰχθύας διὰ τὸ τείρεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ. cf. ad Π 747.

370.

ἡ δ’ ἐμεῦ ἄγχι στᾶσα ἔπος φάτο, φώνησέν τε.

Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus legit: ἡ δέ μοι ἀντομένη EH. Tunc etiam reliquam versus partem aliter scribere debuit, velut ἔπεα πτερόεντα προσηύδα, vel ἔπεα πτερόεντ’ ἀγόρευεν, ut monet Duentzerus p. 133.

379.

ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ.

†) Ζηνόδοτος ἔειπε κακῶς· τὴν διαφορὰν γὰρ ἠγνόησεν H (sc. imperativi, cuius una forma est εἰπέ, et indicativi, cuius duplex, εἶπε et ἔειπε cf. δ 468. Eust. 1499, 50. 1410, 61.