De signis Odysseae
Aristonicus of Alexandria
Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.
147.
ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] τὸ ἠθεῖε προσφώνησίς ἐστι [σεπτικὴ] νεωτέρου πρὸς μείζονα BQ. cf. ad Κ 37. L. Ar. 151.
159.
ἱστίη τ’ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω.
*) [ἀθετεῖται] μετενήνεκται [γὰρ] ἀπὸ τῶν ἑξῆς ἐπὶ τῶν πρὸς τὴν Πηνελόπην λόγων (τ 304). οὔπω γὰρ ἀφῖκται εἰς τὴν Ὀδυσσέως οἰκίαν Q.
162-64.
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δὲ ἱσταμένοιο οἴκαδε νοστήσει καὶ τίσεται, ὅς τις. ἐκείνου ἐνθαδ’ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν.
†) ὑποπτεύονται οἱ τρεῖς ὡς ἀσύμφωνοι πρὸς τὰ πρὸ αὐτῶν, καὶ ὡς ὕποπτοι καὶ ὡς ἄπιστοι. πόθεν γὰρ ᾔδει εἰ καὶ ἐκ Δωδώνης ὑποστρέφων οὐ πλοίσει; H.
Hanc notam in imo paginae versus 125-166 continentis scriptam Buttmannus recte ad 162-64 retulit. Obeli cum asteriscis appicti sunt in M etiam duobus praecedentibus versibus 160-61, aptius credo leguntur τ 307. In eodem codice v. 174-184 obelis notati sunt, quam ob caussam ex scholiis non liquet.
171.
ἀλλ’ ἤτοι ὅρκον μὲν ἐάσομεν.
Diple periestigmene, quod Zenodotus: κεῖνον μὲν scripsit cf. H.
174.
τῶν αὖ παιδὸς ἄλαστον ὀδύρομαι.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] λείπει ἡ περὶ, περὶ παιδὸς (Η) [καὶ τὸ ἄλαστον] ἀντὶ τοῦ ἀλάστως, ἀνεπιλήστως BV. cf. F. Ar. 26. 29. α 209.
178.
τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἐν σχήματι [εἴρηται] ὡς τὸ γυναῖκά τε θήσατο μαζόν (Ω 58) καὶ οἵ σ’ ὠτειλῆς αἷμ’ ἀπολιχμήσονται (Φ 122) H.
cf. F. Ar. 20. Ω 58. Sequitur ex scholio, Aristarchum legisse: τόν δέ τις, non ut codd. recentiores τοῦ.
188-190. *) ἀστερίσκος πρόσκειται ἄχρι στίχων γ’, ὅτι νῦν ὡς πρὸς ῥάκεσιν ἠμφιεσμένον ὀρθῶς λέγονται· ὡς δὲ πρὸς
τὴν Ἀθηνᾶν ὁμοιωθεῖσαν Μέντῃ καὶ βασιλικὴν ἔχουσαν στολὴν οὐ πάνυ HQ. cf. ad α 171. π 57.199.
ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχομαι.
†) ἀπὸ τοῦ Κρῆται· καὶ τὰς Ἀθήνας γὰρ ποτὲ ἑνικῶς, ποτὲ πληθυντικῶς ὀνομάζει HQ. cf. ad γ 287. Eust. 1757, 23.
204. cf. not. 2.
214.
ἀλλ’ ἔμπης καλάμην γέ σ’ ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν.
†) Apoll. l. h. 94, 30: ὁ Ἀρίσταρχός φησι, μεταφορικῶς τὴν καλάμην εἴρηκεν. καὶ γὰρ ἐπὶ τοῦ ἀμητοῦ τὸ πλῆθος ἰδόντα τῆς καλάμης καὶ τὴν εὐγένειαν ἔστιν ἐπιγνῶναι ὅσος καὶ οἷος ἦν ὁ καρπός. καὶ νῦν οὕτως λέγει, ἀλλ’ ὅμως καὶ τὸ λείψανόν σε ὁρῶντα τοῦ σώματος ὀίομαι ἐπιγινώσκειν, οἷος ἤμην ἀκμάζων ἐγὼ καὶ εὐσθενῶν. Similia habent schol. in BHQV.
231. Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus καί σφιν, quod ad ἄνδρας retulisse videtur, pro καί μοι legit cf. H.
246.
Αἴγυπτόνδε με θυμὸς ἀνώγει ναυτίλλεσθαι.
*) ὅτι ὁμωνύμως τὸν ποταμὸν καί τὴν χώραν. νῦν δὲ τὴν χώραν H. cf. δ 477.