De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

99.

εἵλετο δ’ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξε̈́ι χαλκῷ βριθὺ μέγα στιβαρὸν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.

†) 97-98. προηθετοῦντο κατ’ ἔνια τῶν ἀντιγράφων οἱ στίχοι, κατὰ δὲ τὴν Μασσαλιωτικὴν οὐδ’ ἦσαν. καὶ ταῖς ἀληθείαις μᾶλλον ἁρμόσει ἐπὶ Ἑρμοῦ· ἴδιον γὰρ αὐτοῦ τοιούτοις ὑποδήμασι κεχρῆσθαι. καὶ ἡ τοῦ δόρατος ἀνάληψις πρὸς οὐδὲν ἀναγκαῖον. MT.

*) 99-101.

ἀθετοῦνται μετὰ ἀστερίσκων, ὅτι ἐν τῇ Ε τῆς Ἰλιάδος καλῶς
(746) MV.

Scholion in MT ex Didymo et Aristonico manasse videtur; versibus 97-98 obelos apposuisse cum asteriscis Aristarchum apparet ex Ar. ad Ω 341 et ε 43, ubi ὀρθῶς κεῖνται.

110.

κήρυκες δ’ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες οἱ μὲν ἄρ’ οἶνον ἔμισγον. . οἱ δὲ . . νίζον.

Fuit diple πρὸς τὴν τῶν πτώσεων ἔναλλαγήν, nominativus pro genetivo cf. Eust. 1398, 15. Ar. ad Γ. 211. Κ. 224. μ. 73.

115.

ὀσσόμενος πατέρ’ ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν.

†) τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑποβλέπων S. ἀνειδωλοποιούμενος καὶ φανταζόμενος, προσδοκῶν· ἢ τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑποβλέπων V.

Frustula ex Aristarchi observatione derivata cf. L. Ar. 87: significat et oculis videre et per translationem animo videre. Eust. 1398, 28.

124.

δείπνου πασσάμενος.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι δείπνου] τοῦ κατὰ τὴν ἡμέραν ἀρίστου V. cf. L. Ar. 127. β. 20. δ. 61. 429. π. 2. Eust. 1399, 19.

134.

μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷδείπνῳ ἁδήσειεν ὑπερφιάλοισι μετελθών.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ὑπερφιάλοισι νῦν μὲν ἐπὶ ψόγου, τοῖς] ὑπερσπόνδοις E. [ἐν ἄλλοις δὲ ἐν τάξει ἐγκωμίου.]

cf. adΟ. 94.ι. 106.φ. 289.L. Ar. 146.Apoll. l. h. 158, 30.

136.

ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέβητος] τοῦ καθ’ ἡμᾶς χερνίβου. V. cf. ad Ω. 304. γ. 440. ο. 135. Apoll. I. h. 107, 33.

141. cf. not. 4.

149.

ὀνείατα.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] τὸ ὀνείατα δηλοῖ τὰ ὄνησιν ἐμποιοῦντα, [οὐ πάντως ὡς οἱ γλωσσογράφοι] τὰ ἐδέσματα EPV.

cf. ad Ω. 367. De glossographis v. L. Ar. p. 36 seq.

152.

μολπή τ’ ὀρχηστύς τε.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἡ μολπὴ] ἡ μετ’ ᾠδῆς παιδιά. V.

cf. L. Ar. 140. F. Ar. ad A. 474. δ. 19. ζ. 101. Eust. 1403, 56.

157.

ἵνα μὴ πευθοίαθ’ οἱ ἄλλοι.

Sic legit Zenodotus cf. ad δ. 70. Aristarchus, qui articulis Homerum plerumque non uti observaverat, sine articulo: πευθοίατο ἄλλοι. Fuit igitur diple periestigmene. (ρ. 592.)

171.

ὁπποίης δ’ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο· πῶς δέ σε ναῦται ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; οὐ μὲν γὰρ τί σε πεζὸν ὀίομαι ἐνθα δ’ ἱκέσθαι.

†) οἰκειότερον ταῦτα ὑπὸ Εὐμαίου ἂν λέγοιντο. διὸ ἔν τισιν οὐκ ἐφέροντο. HM.

Obelos cum asteriscis appictos fuisse ab Aristarcho apparet ex schol. ad ξ. 188 et π. 57, ubi ὀρθῶς κεῖνται.

172.

εὐχετόωντο.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ εὐχετόωντο ἀντὶ τοῦ] ἐκαυχῶντο. V.

Notavit Ar. εὔχεσθαι verbum et gloriari et vulgari significatione Κ. 461. Φ. 183. 501. cf. L. Ar. 147. Eust. 1407, 56.

182.

νῦν δ’ ὧδε ξὺν νηὶ κατήλυθον ἠδ’ ἑτάροισιν.

†) ἤτοι οὕτως ὡς ὁρᾷς, ὡς ἰδιώτης, οὐχ ὡς ἐπέβαλε βασιλεῖ. MQ. τὸ δὲ ὧδε οὐδέποτε παρὰ τῷ ποιητῇ τοπικῶς, ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ οὕτως. EMQV.

cf. L. Ar. 71. γ 125. β 111. ε 341. ζ 218. ρ 447. Eust. 1408, 42.

185.

νηῦς δέ μοι ἥδ’ ἕστηκεν ἐπ’ ἀγροῦ νόσφι πόληος ἐν λιμένι Ῥείθρῳ, ὑπὸ Νηίῳ ὑλήεντι.

προηθετοῦντο ὑπὸ Ἀριστοφάνους· κατ’ ἔνια δὲ τῶν ἀντιγράφων οὐδ’ ἐφέροντο. HMQR.

Scholion Didymi est, neque dubito, quin Aristarchus quoque hos versus expunxerit, qui Aristophanem in versibus eiiciendis saepissime secutus est; Aristonicus adnotavit semel et vicies, cf. locos collatos apud Friedlaenderum in indice auctorum, et amat verbum προαθετεῖν. cf. Ψ 824. Ω. 6. 614. β. 322. Versus 185-186 non exstitisse in Zenodoti exemplari coniecit

Nauckius l. c. p.27. Cf. Nitzschium, Anmerkungen zur Odyssee p. 37. Ex schol. ad v. 186 sequitur, ut Aristarchus adnotaverit: Νήϊον παρακεῖσθαι τῷ Ῥείθρῳ, ἀφ’ οὗ ἐξῆπτον τὰ πρυμνήσια.

193.

ἀλωῆς οἰνοπέδοιο.

†) ἀλωὴν καὶ τὴν πολύδενδρον γῆν φησιν, ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλωή. (η 122) καὶ τὴν ἀμπελόφυτον σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν (Σ 561) ὁμοίως καὶ τὴν σιτοφόρον γῆν. Q. Notatum fuit vocabulum ἀλωήν significare hoc loco hortum vinearium, nam adiecit οἰνοπέδοιο cf. Ar. ad Φ 36.

209.

ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθα.

†) τὸ τοῖον ἐμισγόμεθα ἀντὶ τοῦ τοίως ὡς νῦν. HMQ.

Frustula videntur esse adnotationis neutrum τοῖον pro adverbio positum esse. cf. F. Ar. p. 29 et ad β 45. 257. γ 496. δ 112. ζ 163. θ 38. κ 409. 573. μ 379. ξ 174. π 255. ψ 225.

232.

μέλλεν μέν ποτε οἶκος . . ἔμμεναι.

†) αὕτη ἡ λέξις οὐδέποτε κεῖται παρὰ τῷ ποιητῇ ὡς ἐν τῇ συνηθείᾳ χρονικῶς, ἀλλ’ ἑκάστοτε ἀντὶ τοῦ ἐῴκει EHQV.

cf. θ 378. ζ 165. σ 138. L. Ar. 121.

246.

Σάμη.

†) τὴν Σάμον Σάμην εἶπε. BV.

Certe ex Ar. fluxit, qui contra Zenodotum ubique Σάμην legentem observavit, ὅτι κατὰ τὸ ἀρσενικὸν ἐνίοτε ἐκφέρεται τὰ εἰς η̄ λήγοντα. Hic notata erat feminina forma in η̄. cf. ad Β 634. Φ 232. Π 203. L. Ar. 233. δ 671. 845. ι 24. ο 29. ἕσπερος et ἑσπέρα α 422. δ 786. κοῖτος et κοίτη γ 334. η 137.

251.

τάχα δή με διαῤῥαίσουσι καὶ αὐτόν.

†) αὕτη ἡ λέξις οὐ τίθεται παρὰ τῷ ποιητῇ διστακτικῶς ὡς ἐν τῇ συνηθείᾳ, ἀλλ’ ἑκάστοτε ἀντὶ τοῦ ταχέως. VT.

cf. L. Ar. 92. β 89.