De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

102 τὸ δὲ σῶρι ἔνιοι ὑπέλαβον εἶναι μελαντηρίαν πλανώμενοι· ἴδιον γάρ ἐστι γένος, οὐκ ἀφόμοιον, βρωμωδέστερον δὲ τὸ σῶρι καὶ ναυτίας ποιητικόν. εὑρίσκεται δὲ ἐν Αίγύπτῳ [*](1 SIM. Pl. XXXIV 121 sq. (e S. N.).) [*](1 EXC. Pap. Lugd. II 243 (μίσυ — ἀστεροειδῶς); Orib. XIII s. v. (μίσυ — προειρημένου); Orib. V 81 (D). Gal. XII 226, unde Aet II 64, cf. Gal. XII 721.) [*](8 SIM. Pl. XXXV 41 (e S. N.), cf. Isid. XIX 17, 17.) [*](8 EXC. Orib. XIII s. v. (διαφέρει — μίσυι), cf. Orib. V 81 (D). Gal. XII 226 (unde Aet. II 62).) [*](15 SIM. Pl. XXXIV 120 (e S. N.) — Zop. (Orib. II 590). D. eup. I 71 (129). Archig. (Gal. XII 859) D. eup. I 77 (133) I 122 (154) I 189 (193).) [*](15 EXC. Orib. XIII s. v. (σῶρι — στομάχου, κοινῷ — καιόμενα), cf. Orib. V 82 (Dar.). Gal. XII 226.) [*](1 num. cap. ψξδ´ O: ψοα (α del.) Di: ρη E tit. περὶ μίσυος QDi μίσυ δὲ EDi παραλειπτέον F τὸ om. pap. 2 θραυσθῆναι Orib.Di 4 τῆς post ψωρικοῦ colloc. Orib. διασκευῆς H τε om. PLorib. ad rem cf. Gal. XII 228 5 δὲ] μὲν H ἐμπρακτικώτερον Orib.Di) [*](8 num. cap. ψξε´ O: ψοᾱ Di: ρθ E tit. περὶ μελαντηρίας QDi τῆς δὲ μελαντηρίας ἡ μέν τις EDi τοῖς τῶν ὀρυγμάτων στ. EDi 9 ὁ χαλκός Di ἁλμυρίτιδος E 10 fort. τόπων γίνεται coll. Pl. aut terra ipsa sulpurei coloris ad hoc probatur 12 πολλοῖς PL: τισὶ reliqui, at cf. Dl invenitur . . . et in multis aliis locis αὐτῆς EDi 18 καθαρὰ καὶ Orib.EDi θήγειν E ὕδατι Q 14 καὶ καῦσιν] καυστικὴν Di, mg. add. Orib. (pr. m.)) [*](15 num. cap. ψξ𝔮´ O: ψοβ Di: ρῑ E tit. περὶ σώρεως QDi τὸ δὲ om. Orib. σῶρι libri: σῶρυ Orib. (at σῶρι V 82) Gal., cf. Salm. Pl. ex. 814 εἶναι om. QDi τὴν μελαντηρίαν Orib.E 16 γένος ἐστὶ Orib. βρομωδέστερον Orib.EP 17 εὑρίσκεται — Κύπρῳ om. Orib.)

72
καὶ ἐν ἄλλοις τόποις, ὡς ἐν Λιβύῃ καὶ Σπανίᾳ καὶ Κύπρῳ. προκριτέον δὲ τὸ Αίγύπτιον καὶ ἐν τῷ θραυσθῆναι μελάντερον φαινόμενον, κατατρήσεις τε πολλάς ἔχον καὶ ὑπολίπαρον, ἔτι δὲ στῦφον καὶ πρὸς τὴν κατάποσιν ἢ ὄσφρησιν βρωμῶδες καὶ ἀνατρεπτικὸν στομάχου.

2 τὸ δὲ λαμπυρίζον ἐν τῷ θραυσθῆναι ἐμφερῶς τί μίσυι ἑτερογενές τε καὶ ἀσθενὲς οἰητέον εἶναι. δύναμιν δὲ ἔχει καὶ καῦσιν τὴν αὐτὴν τοῖς προειρημένοις. ἰᾶται δὲ καὶ ὀδονταλγίας ἐντιθέμενον εἰς τὰ βρώματα καὶ τοὺς ὑποσάλους δὲ ὀδόντας κρατύνει, καὶ ἰσχιαδικοῖς βοηθεῖ μετʼ οἴνου ἐγκλυζόμενον, ἰόνθους τε σβέννυσι μεθʼ ὕδατος καταχρισθέν· μείγνυται καὶ εἰς τριχῶν μελάσματα.

3 κοινῷ δὲ τρόπῳ ἐπί τε τούτων σχεδὸν καὶ τῶν ἄλλων πάντων δυναμικώτερα τὰ ἀκατάκαυτα τῶν κεκαυμένων ἡγητέον, πλὴν ἀλῶν καὶ τρυγὸς καὶ νίτρου καὶ τιτάνου καὶ τῶν ὁμοίων, ὅσα ὠμὰ ὄντα ἀνίεται τὴν δύναμιν· ταῦτα γὰρ ἐμπρακτότερα γίνεται καιόμενα.