De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

5 ἡ δὲ ῥίζα λεία σὺν ὄξει ἐρυσιπέλατα ἰᾶται, πρὸς δὲ ἑρπετῶν πληγὰς σὺν μέλιτι ἢ ἐλαίῳ ποιεῖ, σὺν ὕδατι δὲ χοιράδας καὶ φύματα διαχεῖ καὶ ἄρθρων πόνους παύει μετʼ ἀλφίτων. σκευάζεται δὲ καὶ δίχα ἑψήσεως οἶνος ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς ῥίζης· δεῖ δὲ ἐμβάλλειν μνᾶς τρεῖς εἰς μετρητὴν οἴνου γλυκέος διδόναι τε ἐξ αὐτοῦ κυάθους τρεῖς τοῖς μέλλουσι τέμνεσθαι ἢ καίεσθαι, ὡς προείρηται· οὐ γὰρ ἀντιλαμβάνονται τοῦ ἀλγήματος διὰ τὸ καταφέρεσθαι.

6 τὰ δὲ μῆλα ἐσθιόμενα καὶ ὀσφραινόμενα καρωτικά καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν χυλός· πλεονασθέντα δὲ καὶ ἀφώνους ποιεῖ, τὸ δὲ σπέρμα τῶν μήλων ποθὲν ὑστέραν καθαίρει, προστεθὲν δὲ μετὰ θείου ἀπύρου ῥοῦν ἵστησιν ἐρυθρόν. ὀπίζεται δὲ περιχαρασσομένης τῆς ῥίζης θολοειδῶς καὶ τοῦ συρρέοντος εἰς τὴν κοιλότητα συλλεγομένου· ἔστι δὲ ἐνεργέστερος τοῦ ὀποῦ ὁ χυλός. οὐκ ἐν παντὶ δὲ τόπῳ φέρουσιν ὀπὸν αἱ ῥίζαι· ὑποδείκνυσι δὲ τὸ τοιοῦτον ἡ πεῖρα.

7 ἱστοροῦσι δέ τινες καὶ ἑτέραν μώριον φυομένην ἐν παλισκίοις [*](4 SIM.: D. eup. I 116 (151) — [Theophr.] l. s. Pl. XXVI 121 eup. I 169 (181) — Pl. XXV 150 — Pl. XXVI 24. eup. I 154 (172) — Pl. XXVI 93 — [Theophr.] l. s. Pl. XXVI 104. 105. eup. I 235 (217) — Pl. XIV 111. eup. I 12 (99)— Pl. XXV 150. eup. I 11 (99)— Pl. XXVI 156 eup. II 77 (290)— Pl. XXVI 157 eup. II 83 (295).) [*](17 EXC.: Orib. XI s. v. (ὀπίζεται — αἱ ῥίζαι).) [*](17 SIM.: Pl. XXV 149 — 21 D. eup. I 11 (99).) [*](2 ἐκ R: ἐπὶ reliqui 3 καὶ (alt.) om. R καὶ χοράδας E 4 παρατρι- βομένη C: παρατρίμματά τε ἀπουλοῖ ἐφʼ ἡμέρας E: adfrictionibus itineris opi- tulatur Dl at cf. D. eup. I 116 (151) μανδραγόρας ἐπὶ ἡμέρας δ΄ (λ΄ ed.) παρα- τριβδμενος (sc. στίγματα αἴρει) τε om. R ἡσυχῆ om. NE ἐπὶ ἡμέρας δ΄ C: ἐπὶ ἡμέρας ἕξ N: ἐπὶ ἡμέρας δ΄ D. eup. l. s. 5 τοῦ ἕλκους E: τοῦ ἑλκοῦν RDiH2 καὶ om. RDi ταριχευθέντα Rdi 6 τὰς om. P: αὐτὰς τὰς χρείας V σὺν ὄξει λεία Di 7 ποιεῖ addidi 8 διαχεῖ καὶ διφορεῖ E 10 βάλλειν R 11 κυάθων δυοῖν (δύο N: γ E) πλῆθος RE 12 ἢ καίεσθαι om. RE: κλίεσθαι P: κυλίεσθαι V 14 μὴ ὀσφραινόμενα N post ὀσφραινόμενα add. καὶ ἐκθλιβό- μενα E καρωτικά ἐστι C 15 μήλων] φύλλων F 16 μετʼ ἀπύρου θείοῦ HDi 17 καὶ ὀπίζεται δὲ E περιχαραττομένης ROrib.EDi θολοειδῶς Orib.: θνλοει- δῶς C: θαλοιδῶς N: πολυειδῶς reliqui 19 δὲ post τόπῳ transpos. H 20 αἱ ῥίζαι ὀπὸν FH τοιοῦτο N 21 nov. cap. incip. DIDi (cum tit. περὶ μωρίου num. cap. omisso): cap. om. RVOrib.: marg. add. γ P (pr. m.) τινες om. FHADi ἑτέραν ταύτην μώριον ἢ καὶ μανδραγόραν· φυομένη μὲν E μώριον λεγομένην Di)

237
καὶ περὶ τὰ ἄντρα, φύλλα ἔχουσαν ὅμοια τῷ λευκῷ μανδραγόρᾳ. μικρότερα δὲ ὡς σπιθαμιαῖα, λευκά, κύκλῳ περὶ τὴν ῥίζαν, οὖσαν ἁπαλὴν καὶ λευκήν, μικρῷ μείζονα σπιθαμῆς, πάχος δακτύλου μεγάλου, ἥν φασι πινομένην ὅσον δραχμὴν μίαν ἢ μετʼ ἀλφίτου ἐσθιομένην ἐν μάζῃ ἢ ὄψῳ ἀπομωροῦν· καθεύδει γὰρ ὁ ἄνθρωπος ἐν ᾧπερ ἂν φάγῃ σχήματι αἰσθανόμενος οὐδενὸς ἐπὶ ὥρας τρεῖς ἢ τέσσαρας, ἀφ᾿ οὗ ἂν προσενέγκηται. χρῶνται δὲ καὶ ταύτῃ οἱ ἰατροί, ὅταν τέμνειν ἢ καίειν μέλλωσι· φασὶ δὲ καὶ ἀντίδοτον εἶναι τὴν ῥίζαν πινομένην μετὰ στρύχνου τοῦ καλουμένου μανικοῦ.

76 ἀκόνιτον, οἱ δὲ παρδαλιαγχές, οἱ δὲ κάμμαρον, οἱ δὲ θηλυφόνον, οἱ δὲ κυνοκτόνον, οἱ δὲ μυοκτόνον· φύλλα ἔχει τρία ἢ τέσσαρα, ὅμοια κυκλαμίνῳ σικύῳ, μικρότερα [*](76 RV : ἀκόνιτον· οἱ δὲ παρδαλιαγχές, οἱ δὲ κάμμαρον, οἱ δὲ θηλυφόνον, οἱ δὲ μυοκτόνον.) [*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 18, 2 cf. IX 16, 4. 13, 6 (unde) Pl. XXV 122. Ael. n. a. IX 27 (e Sostrato) Nic. Alex. 12 sq. (ex. Apollod.) Pl. XXVII 6 sq. ex Apollod. — S. N.) cf. E. Rohde Rh. Mus. XXVII 283.) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀκόνιτον — ἀλαβαστροειδῶς); Gal. XI 820 (= Orib. II 611 Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s. v.); Ps. Orib. V 22 (e D. at) Isid. XVII 9, 26 (e Sol. 172, 14 sq.); Hes. s. v. ἀκοντικόν.) [*](11 TEST.: Erot. s. v. καμμάρῳ . . . Διοσκουρίδης δὲ ἐν τῷ δ (ε codd.) τῶν ὑλικῶν φησι τὸ ἀκόνιτον εἰρῆσθαι ὑπό τινων κάμμαρον ὡς θηλυφόνον (cf. Gal. XIX 107.) [*](1 περὶ ἀνύδροις E 3 καὶ μικωρῷ E 4 δραχμὴν μίαν F : δραχμὴ μία P: reliqui 5 ἀποκαροῦν coni. Marc.: amentes facere Dl 6 φθάσει σχήματι φαγεῖν E 7 οὐδενὸς] μηθὲν E ἢ δύσ F οὗπερ Di 8 τέμνειν τινὰ E 11 num. cap. φμη ODi: οε E tit. περὶ ἀκονίτου FHADi ἀκόνιτον ἢ περδαλιαγχὲς ἢ κυνοκτόνον Orib. παρδαλιαχές HADi κάμμορον OEDiDl Gal. XIX 107 cf. schol. Nic. Al. 41: κάμμαρον RNic. Al. 41 ex Apollod) Pl. XXVII 9 radicem modicam [sc. aconitum habet) cammaro similem marino, quare quidam cammaron appellavere cf. Erot. s. v. D III 73. IV 75 post κάμμαρον add. οἱ δὲ /// αλίμονον E (1 litt. eras. E2) 12 θηλυφόνον] θηρόφονον PVF : οἱ δὲ θηροφόνον in fine syn. add. Di: post μυοκτόνον A: superscr. H2 at cf. [Theophr.] l. s. Nic. Al. 41 Pl. XXVII 4. 9. Erot. s. v. οἱ δὲ κυνοκτόνον om. EDl: marg. add. E2: οἱ δὲ μυόκτονον ἢ κυνοκτόνον Di (ἢ κυν. om, M) μυοκτόνον E: μυοφόνον Theophr. h. pl. VI 2, 9 cf. Hes. s. v. μυοφόνον post syn. τούτων γένη ἐστὶν τρία inser. N 13 ἔχει om. R ad rem cf. [Theophr.] l. s. ἔχει δὲ τὸ μὲν φύλλον ὅμοιον κυκλαμίνῳ συκίῳ FHDi: σικυωνίῳ Orib.: folia habet cyclamini aut cucumeris Plin.) [*](14 C. fol. 66r: N 24)

238
δέ, ὑποτραχέα· καυλὸς δὲ σπιθαμῆς, ῥίζα ὁμοία σκορπίου οὐρᾷ, στίλβουσα ἀλαβαστροειδῶς.

τούτου τὴν ῥίζαν φασὶ προσαχθεῖσαν σκορπίῳ παραλύειν αὐτόν, διεγείρεσθαι δὲ πάλιν ἐλλεβόρου λευκοῦ προστεθέντος· μείγνυται δὲ καὶ ὀφθαλμικαῖς ἀνωδύνοις δυνάμεσι, κτείνει δὲ καὶ παρδάλεις καὶ σῦς καὶ λύκους καὶ πᾶν θηρίον κρεαδίοις ἐντιθέμενον καὶ παραβαλλόμενον.

77 ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσι· γεννᾶται μὲν πλεῖστον ἐν Ἰταλίᾳ ἐν τοῖς καλουμένοις Οὐηστίνοις ὄρεσι διαφέρον τοῦ πρὸ αὐτοῦ. φύλλα δὲ ἔχει ὅμοια πλατάνῳ, [*](77 RV : ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι ἀκονίτουμ νόστρουμ. τούτων γένη ἐστὶν τρία· τὸ ἕν, ᾧ οἱ κυνόθηρες χρῶνται, τὰ δὲ δύο οἱ ἰατροί, τὸ τρίτον λεγόμενον Ποντικόν. γεννᾶται μὲν πλεῖστον κτλ.) [*](3 SIM.: [Theophr.] h. pl. l. s. Sostrat. (Ael. n. a. IX 27) Pl. XXVII 6 D. eup. Il 32 (324) — Pl. l. s. 9 — [Theophr.] 1 s. Apollod. Nic. Al. 36 sq.) Pl. l. s. 7.) [*](8 SIM.: Ael. n. a. IX 18 (ex Apione.) [*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀκόνι ιτον — μελανας); Gal. XI 820 s. v. ἀκόνιτον ἢ λυκοκτόνον (= Orib. II 611 Paul Aeg. VII 3 s. v).) [*](1 δέ (pr.) om. R καὶ ὑποτραχέα REDi: καὶ τραχέα Orib. post ὑποτραχέα add. φέρει R καυλοὺς R: καυλὸν E δὲ (alt.) om. PVROrib.E σπιθαμι- θαμῆς P: σπιθαμιαῖος V 3 προσαφθῖσαν R 4 λευκοῦ addidi e [Theophr.] l. s. Pl. XXVII 6 D. eup. II 132 (324) προσαχθέντος E 5 καὶ κτείνει E δὲ καὶ om. REDi 6 ὗς R 7 παρακαλούμενον R) [*](8 num. cap. φμθ ODi: ος E tit. περὶ ἑτέρον ἀκονίτου Di: om. FHA initio haec e R interpol. Di ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι κυνοκτόνον καλοῦσι, Ῥωμαῖοι κολομεστρούμ ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσιν, οἱ δὲ κύαμον λευκόν (unde?)· τούτου γένη εἰσὶ τρία, ἐν μέν, ᾧ οἱ κυνόθηρες χρῶνται· τὰ δὲ δύο οἱ ἰατροί· ὧν τὸ τρίτον λεγόμενον ποντικόν: init. sic habent AH2 (in mg.) ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσι, ῥωμαῖοι κολομεστρούμ, οἱ δὲ κύαμον λευκόν· τούτου γένη εἰσὶ τρία κτλ. λυκοκτόνον E. 9 μὲν] δὲ Orib. οὐεστίνοις REOrib. (ἰουστίνοις superscr. pr. man., marg. add. ἰστίνοις O2): οὐηστίνοις P: οὐιστίνοις V: ἰουστίνοις FDiA (οὐεστίνοις superescr. A2): οὐαστί- νοις H (ἰιστίνοις corr. H2) 10 διαφέρει F: διαφέρει δὲ HA τοῦ πρώτου E δὲ om. N ἔχει om. ODi: post ὅμοια transpos. Orib. τοῦ πλατάνον HADi (τοῖς τοῦ πλ. M)) [*](11 C 67r: N 25 ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτονον καλοῦσιν, γεννᾶται μὲν N (verbis Ῥωμαῖοι — ποντικόν omissis) Ῥωμαῖοι κολεμεστρουμ C: κολο- μεστροόμ HADi: correxi 12 τὸ ἓν ὡκυνθηρες C: ἐν μὲν ᾧ οἷ κυνόθηρες DiH2A (ἐνθήρες superscr. A2): fort. τὸ πρῶτον, ᾧ ἐν θήραις χρῶθνται 13 τὰ δὲ δύο libri: fort. τῷ δὲ δευτέρῷ οἱ add. e DiAH2)

239
μᾶλλον δὲ ἐπεσχισμένα καὶ μικρότερα πολλῷ καὶ μελάντερα, καυλὸν δὲ καθάπερ πτέριδος μόσχον, ψιλόν, ὕψος πήχεως ἢ καὶ μείζω· καρπὸν δὲ ἐν λοβοῖς ἐπιμήκεσι ποσῶς, ῥίζας ὥσπερ πλεκτάνας καρίδων μελαίνας, αἷς χρῶνται πρὸς τὰς τῶν λύκων θήρας ἐντιθέντες κρέασιν ὠμοῖς· βρωθεῖσαι γάρ ὑπὸ τῶν λύκων ἀναιροῦσιν αὐτούς.

78 κώνειον· καυλὸν ἀνίησι γονατώδη ὡς μάραθον, μέγαν, φύλλα δὲ νάρθηκι ἐμφερῆ, στενότερα δὲ καὶ βαρύοσμα· [*](78 RV: κώνειον· οἱ δὲ αἴγινος, οἱ δὲ αἴθουσα, οἱ δὲ ἀπολύουσα, οἱ δὲ δολία, οἱ δὲ ἀμαύρωσις, οἱ δὲ παράλυσις, οἱ δὲ ἄφρων, οἱ δὲ κρηίδιον, οἱ δὲ κονήν, οἱ δὲ κατεχομένιον, οἱ δὲ ἀβίωτον, οἱ δὲ ἀψευδής, οἱ δὲ αἰγόμορον, οἱ δὲ ἀμερσίνοον, οἱ δὲ ἐνζύμιον, οἱ δὲ τιμωρόν, οἱ δὲ οὐκανθές, οἱ δὲ οὐλόμενον, οἱ δὲ δηϊοῦσα, οἱ δὲ πολυανώδυνος, οἱ δὲ Δαρδανίς, οἱ δὲ κατάψυξις, Ὀσθάνης βαβαθύ, Αἰγύπτιοι ἀπνμφύ, Ῥωμαῖοι κικοῦταμ, οἱ δὲ ἀλτερνάλις, οἱ δὲ ἰνφέρνα, οἱ δὲ Δάκοι ζῆνα.) [*](6 SIM.: Pl. XXV 151 sq. (e S. N.).) [*](1 καὶ (pr.) om. E μακρότερα EFHADi (μικρότερα superscr. A2): minora Dl 2 ἄκαυλον E post πτέριδος dist. ADi at cf. Dl hasta habet terridimosa (i. e. πτέριδος μόσχον) simile, lene μόσχον om. R: μίσχον E ad μόσχον schol. Paris. Orib. (II 743 D) 3 μείζει P: μείζω V: μεῖζον RFE: μείζονα Orib. HADi 4 αἷς] ταύταις R: ταύτην δὲ E 5 θήρας] ξηρὰς R φαγόν- τες γὰρ πάντως ἀποθνήσκουσιν οἱ λύκοι R) [*](7 num. cap. φν ODi: ρζ E tit. περὶ κωνείου FHADi κώνιον ROrib.E post κώνειον eyn. e R add. A : om. HDi καυλὸν δὲ R caulis . . . genicula- tus ut calami Pl. μέγα EA ad rem cf. Pl. folia coriandri teneriora 8 βαρυοσμότερα R) [*](9 C fol. 188v: N 85 effigiei herb. (fol. 187v) adscripsit C ( rec. man.) κοινῶς ἀγριομάγγουνον (alt. γ superscr. κ) cf. Anecd. ed. Boiss. II 399 κώνιον· τὸ σπέρμα τῆς μαγγούνας Fraas Synops. 141 ΛΙΓΥΝΟϹ C: αἴγυνος N: αἴγαυος A (om. DiH): correxi cf. Lex. gr. suppl. ed. Herwerden s. v. ΗΘΟΥϹΑ RA: correxi ἢ ἀπολύγουσα A 11 ἄφροον C ΚΡΗΙΔΙΟΝ R: κροίδιον A (κρηδιον superscr. A2): corruptum ΚΟΙΤΗΝ RA (post κ spat. reliqu. C): correxi cf. Hes. s. v. κοναί· φόνοι (ab effectu nominatum) κατεχομένιον libri: corruptum 12 ἀγεόμορον RA. correxi cf. D. IV 80 ΑΜΕΩΝΟΝ R: om. A: correxi 13 ἐνζύμιον libri: suspectum τημορον R: τιμωρόν Ald. οὐλόμενον scripsi: οἰομένιον libri 14 ΔΗΙΦΟΥϹΑ R: om. A: correxi (Φ dittogr.) 16 κικουρ- ταμ C ἀτερναλις R: correxi ΗΝΤΙΝΑ R: correxi οἱ δὲ δοκοιζηνα (sic) R: correxi cf. Tomaschek l. s. 31)

240
ἐπʼ ἄκρῳ δὲ ἀποφύσεις καὶ σκιάδια ἀνθῶν ὑπολεύκων, σπέρμα ἐμφερὲς ἀνήσσῳ, λευκότερον δέ, ῥίζα κοίλη καὶ οὐ βαθεῖα.

ἔστι δὲ καὶ αὐτὸ τῶν φθαρτικῶν κατὰ ψύξιν ἀναιροῦν· βοηθεῖται δὲ ἀκράτῳ. χυλίζεται δὲ ἄκρα ἡ κόμη πρὸ τοῦ ξηρανθῆναι τὸ σπέρμα καὶ ἐκθλίβεται κοπτομένη συστρέφεταί τε ἐν ἡλίῳ.

ἔστι δὲ πολύχρηστον εἰς τὴν ὑγιαστικὴν χρῆσιν ξηρανθέν, μειγνύμενον ἐπιτηδείως τοῖς ἀνωδύνοις κολλυρίοις, τὸ χύλισμα, ἕρπητάς τε καὶ ἐρυσιπέλατα καταπλασθὲν σβέννυσιν. ἡ δὲ πόα καὶ ἡ κόμη λεῖα καταπλασσόμενα ἐπὶ τῶν διδόμων δνειρώττουσι βοηθεῖ· παρίησι δὲ καὶ αἰδοῖα καταπλασθέντα καὶ γάλα σβέννυσι, μαστούς τε ἐν παρθενίᾳ κωλύει αὔξεσθαι καὶ διδύμους ἀτρόφους ποιεῖ ἐπὶ παίδων, ἐνεργέστατον δʼ ἐστὶ τὸ Κρητικὸν καὶ Μεγαρικὸν καὶ Ἀττικὸν καὶ τὸ ἐν τῇ Χίῳ καὶ Κιλικίᾳ γεννώμενον.

[*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (ἔστι δὲ καὶ — χρῆσιν) cf. Gal. XII 55 (= Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. Orib. V 60 Hes. s. v. κώνειον.)[*](3 SIM.: Nic. Al. 192. 195 (ex Apollod) Scrib. Larg. 179 Cels. V 27 Pl. l. s. 152 D. eup. II 142 (329) Ps. D. περὶ δηλ. φ. 11 (25 K) Ael. Prom. Rh. M. 27, 285) — [Theophr.] h. pl. IX 8, 3 Pl. l. s. 152 sq. — Pl. 153 eup. I 169 (181) — eup. II 98 (301) — eup. II 99 (302) — Pl. l. s. 154 eup. I 135 (162) — Pl. l. s. eup. I 133 (161) —)[*](12 EXC.: Orib. l. s. (ἐνεργέστατον — γεννμώμενον).)[*](12 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 15, 8; 16, 8. 9 Pl. l. s. 154)[*](1 ἄκρῳ RE: ἄκρων reliqui δὲ om. E ἀποφύσις (i. e. ἀποφὑσεις) E: ἀπόφυσις corr. E2 ἀποφύσεις σκιαδίων ἀνθῶν R σκίαδια HDi: σκιάδιον PVFAE ἄνθος ὁπόλευκον EFHADi 2 δὲ om. FHADi: sed albu(m) Dl κοίλη καὶ om. Di: radix concava Pl. 3 τῶν φθαρτικῶν ἐστι Orib. (om. δὲ καὶ αὐτό) αὐτὸ] ἀπὸ R καὶ κατὰ E μετὰ ψύξιν Orib. ἀναρούντων E 4 δὲ (alt.)] οὖν C ἄκρα om. E: τὰ ἄκρα (om. ἡ κόμη) HDiA (οὖν superscr. A2) ἡ κόμη post σπέρμα colloc. F, ἢ ἡ κόμη HADi (in archet. mg. add. alieno loco in text. irrepsit) 5 ἐκθλίβεται δὲ C κοπτόμενον ROrib.E καὶ συστρέφε- ται CDi τε] δὲ NOrib.A 6 καὶ ἔστι πολύχρηστον NOrib. ὑγίαν E (corr. E2) ὑγιεινὴν NOrib. ξηρᾶναι R 7 καὶ (om. N) οἴνῳ μιγνύμενον RE ταῖς ἀνωδύνοις καὶ κολλυρίοις R 8 καταπλασθέντα E (corr. E2) 9 καταπλατ- τόμενα E: καταπλαττομένη Di: καταπλασσομένη reliqui ἐπὶ add. ex E 10 βοηθεῖ ὀνερώττουσιν R: εἰρωττιῶσιν E (corr, E2) καταπλασθεῖσα R 11 καὶ om. R αὔξεσθαι κωλύει R 12 ποιεῖ τρίτον R παίδων PVF: παιδίων reliqui post παίδων add. καταπλαοθὲν E 13 τὸ κρητικὸν καὶ τὸ ἐν τῇ Ἀσία γεννώμενον R post μεγαρικὸν inser. καὶ γαλατικὸν E τὸ (o in ras.) ἀττκὸν E τῇ Χίῳ καὶ om. Orib.: τῇ Κῶ/// (1 litt. eras. E2) γεννώμενον (om. καὶ Κιλικίᾳ) EDl)
241

79 σμῖλαξ· οἱ δὲ σμῖλον, οἱ δὲ τιθύμαλλον, Ῥωμαῖοι δὲ τάξον καλοῦσι· δένδρον ἐστὶν ἐλάτη παραπλήσιον φύλλοις καὶ μεγέθει, ἐν Ἰταλίᾳ καὶ ἐν Ναρβωνίᾳ τῇ κατὰ τὴν Σπανίαν φυόμενον. τοῦ δʼ ἐν Ἰταλίᾳ γεννωμένου τὸν καρπὸν ὀρνύφια ἐσθίοντα πνίγεται, ἄνθρωποι δὲ προσενεγκάμενοι διαρροίαις περιπίπτουσι. τὸ δʼ ἐν τῇ Ναρβωνίᾳ τοσαύτης μετέχει δυνάμεως, ὡς καὶ ἐκ τῆς σκιᾶς τοὺς ὑποκαθίσαντας ἡ κοιμηθέντας βλάπτεσθαι, πολλάκις δὲ καὶ θνήσκειν. ἱστορεῖται δὲ περὶ αὐτῆς χάριν τοῦ προφυλάσσεσθαι.

80 ἀπόκυνον, οἱ δὲ κύναγχον, οἱ δὲ παρδαλιαγχές, οἱ δὲ κυνόμορον, οἱ δὲ κυνοκράμβην καλοῦσιν· ἔρνος ἐστὶ ῥάβδους ἔχον μακράς, λυγώδεις, δυσθραύστους, φύλλα κισσῷ ὅμοια, μαλακώτερα δὲ καὶ ὀξύτερα κατʼ ἄκρον, βαρύοσμα, ὑπόγλισχρα, [*](1 SIM.: Theophr. h. pl. III 10, 2, Andreas (schol. Nic. Al. 311), Nic. Al. 611 (ex Apollod): Sostratus (Ael. h. a. IX 27), Plut. quaest. conv. lII 1 p. 647 f. Pl. XVI 50 sq. (e S. N.) cf. M. Wellmann Herm. XXIV 541; D. eup. II 144 (330); Ps. D. περὶ δ. φ, 12 (25 Spr.), unde Paul. Aeg. V 30.) [*](1 EXC.: Gal. XII 127 (= Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 7, 40 (e Serv. in Georg. II 448 cf. Serv. in Buc. IX 21); Hes. s. v. σμῖλος· δένδρον ἐλάτη ὅμοιον. οἱ δὲ πρῖνος. ἀλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται) [*](10 SIM.: Pl. XXIV 98 (e S. N).) [*](10 EXC.: Gal. XI 835 (= Οrib. II 616 Paul. Aeg. VII 3 s. v.), Hes. s. v. ἀπόκυνον.) [*](1 num. cap. φνα: ODi: ρη E tit. περὶ σμίλακος HADi μῖλαξ S. N. (Pl. XVI 51) cf. Hes. s. v. σμῖλος, Paus. VIII 17, 2 οἱ δὲ] Andreas et Nic. Al. 611: μῖλος Theophr. l. s. σμῖλον] ⊙ΥΜΙΛΟΝ (sic) P: θυμάλον VA: θύμον E: θύμαλον reliqui: θύμιον Ps. D. περὶ δ. φ. l. s., Paul. Aeg. l. s.: atimallon Dl: θύμαλλον D. eup. II 144 (330): corr. Salm. exerc. Pl. 734 cf. Hehn Kulturpfl. 5 514 οἱ δὲ τιθόμαλλον add. PV: οἱ δὲ τιθύμαλλον· οἱ δὲ τιθύμιον E: var. lect. delevi Salm. duce 2 παραπλήσιον ἐλάτη FHADi: ὅμοιον pro παραπλήσιον E τοῖς φύλλοις FHADi 3 μεγέθει καὶ FHA καμπανία καὶ καλαβρία corr. E2: in italie et in campanie Dl: καρβωνίᾳ ODi: corr. Asul. ἱσπανίαν Di 4 ὀρνίθια VDi 5 πνίγεται] μελαίνεται ODi, superscr. E2: πνίγονται E: inpinguat Dl: πιαίνεται coni. Sarac.: correxi ἄνθρωποι (ἄνοι) δὲ scripsi: οἱ δὲ libri διαρροίᾳ E2 6 ναρβωνᾳ PV: καρβωνίᾳ FHADi: κανταμβρία ἢ καλαβρία E (corr. E2): calauria Dl δυνάμεως μετέχει FHADi 7 ἐν τῆ σκιᾶ E 8 fort. ἀποθνῄσκειν 9 προφυλάττεσθαι ADi) [*](10 num. cap. φνβ ODi οθ F tit. περὶ ἀποκύνυυ AHDi post ἀπο- κυνον syn. e R add. Di, marg. H2 κύναγχον A (κυνάγχιον superscr. A2) παρδαλιάγχες E (corr. E2): παρδαλιαχές HDi 11 κυνώμωρον E, de nom. cf. Gal. l. s. κυνοκράμβην] quinocranbin Dl: κυνοκτόνον RDi, superscr. A2 ἔρνος] θάμνος REDiA2 12 μικράς Di λυγώδεις] δυσώδεις Dl: λυγώδεις δυσώδεις Di 13 δὲ καὶ ὀξύτερα om. R ὀξύτερα] oblonga Dl: δύσθραυστα ὀξύτερα E: molliore tamen et minus longis uiticulis Pl βαρύοσμα δὲ καὶ E)

242
ὀποῦ μεστὰ μηλίνου· καρπὸς δὲ ὡς λοβὸς κυάμου, περὶ δακτύλου τὸ μῆκος, θυλακώδης, ἐν ᾧ σπερμάτια μικρά, σκληρά, μέλανα.

ταύτης τὰ φύλλα σὺν στέατι ἀρτοποιηθέντα καὶ παραβληθέντα κτείνει κύνας, λύκους, ἀλώπεκας καὶ παρδάλεις· παραχρῆμα δὲ παραλύει αὐτῶν τὰ ἴσχια.

81 ν ήριον· οἱ δὲ ῥοδόδενδρον, οἱ δὲ ῥοδοδάφνην καλοῦσι. γνώριμος θάμνος, ἀμυγδαλῆς μακρότερα καὶ παχύτερα καὶ τραχύτερα τὰ φύλλα ἔχων, τὸ δὲ ἄνθος ῥοδοειδές, καρπὸν ὡς κέρας, ἀνεῳγμένον πλήρη ἐριώδους φύσεως, ὁμοίας τοῖς ἀκανθίνοις πάπποις· ῥίζα δὲ ἄποξυς καὶ μακρά, γευσαμένῳ ἁλμυρά· φύεται ἐν παραδείσοις καὶ παραθαλασσίοις τόποις καὶ παραποταμίοις.

[*](80 RV: ἀπόκυνον· οἱ δὲ κύναγχον, οἱ δὲ παρδαλιαγχές, οἱ δὲ κυνόμορον, οἱ δὲ κυνοκτόνον καλοῦσιν, οἱ δὲ φλέως, οἱ δὲ κυνάγχη, οἱ δὲ ὀλίγωρος, οἱ δὲ ἱππομανές, οἱ δὲ ὄνησις, οἱ δὲ ὀφιόσκορδον, οἱ δὲ κυναγχική, οἱ δὲ ἐλαφόσκορδον, προφῆται παράλυσις, Ῥωμαῖοι βράσσικα ῥούστικα, οἱ δὲ κανίνα.)[*](6 SIM.: Pl. XVI 79. XXIV 90 (e S. N.) cf. Bretzl Bot. Forsch. 263.)[*](6 EXC.: Gal. XII 86 (= Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) sid. XVII 7, 54.)[*](1 ὡσεὶ Di κνάμων RHDi 2 ἐφ᾿ ὧν RDi μικρά om. R: del. A2: post σκληρά transpos. EDi: semen in folliculis habens sicut faba minuto et duro et nigro Dl 3 σὺν om. R. 4 κένας om. RP: canes et omnes quadripedes necat in cibo datum Pl. λύκους superscr. H2 καὶ om. HADi 5 αὐτῶν om. RE in calce add. A. Ῥωμαῖοι βρασικαρουστίνα, αἰγύπτιοι σχινφή, ἄφροι σοδνδάχνη (e cap. insequenti))[*](6 num. cap. φνγ ODi: E tit. περὶ νηρίου FHDi: περὶ νηρείον A νήρειον EA: νῆρις Nic. Th. 531 post νήριον e R syn. add. Di: mg. H2 καλοῦσι om. A 7 θάμνος γνώριμος RDi καὶ ἀμυγδαλώδης O (corr. H2): ἀμυγδάλης (Ϛ eras. E2) φύλλα ἔχων ὅμοια E: folia habens similia amigdale Dl μακρότερα καὶ τραχύτερα RDl: μακρότερα καὶ παχύτερα καὶ τραχύτερα P: μακρό- τερά τε καὶ παχύτερα καὶ πλατύτερα καὶ τραχύτερα E: καὶ τραχύτερα Seclusi (dittogr.) coll. Dl sed maiora et pinguiora 8 ἔχων φύλλα RDi καρπὸν δὲ φέρει RDi post καρπὸν add. ἐμφερῆ ἀμυγδάλῳ ἔχων φύλλα ὅμοια FHA (del A2) ὥσπερ E κέραα P: κέρατα REFH: κέρατι Di: sicut cornu Dl 9 ἠνυογ- μένον C (α superscr. pr. m.): ἠνυγμένον N: ἀνεογμένων P: ἀνεῳγμένα FH πλή- ρης NE (ς eras. E2) ἐριοειδοῦς E. (ιο in ras.) ὑφέσεως R: ὑχῆε coni Spr. ὅμοια RDi τοῖς πάπποις τοῖς ἀκ. FHA ὑακινθίνοις OE2Dl 10 παπύροις R post μακρά add. ξυλώδης RDi, mg. A2 11 φύεται δὲ RE παραδείσοις καὶ om. RDiDl, del. A2 καὶ παραποταμίοις om. PVE: παρὰ ποταμοῖς RDi: seclusi)[*](13 C fol. 68r: N 25 κυνάγχιον C 14 καλοῦσιν om. Di φαλεος C: ὀφαλεος N: φάλεως HDi: φάλιος M: correxi 15 κυνάγχην N ἠπτομανιος R ὄνιστις Di: ὄνηστις RH: correxi 16 ὀφιοσκόροδον HDi κυναρικοί H κυναρική reliqui: correxi ἐλαφοσκόροδον H 17 cf. Ps. Ap. 127 (Ack.))
243

δύναμιν δὲ ἔχει τὸ ἄνθος καὶ τὰ φύλλα κυνῶν μὲν καὶ 2 ὄνων καὶ ἡμιόνων καὶ τῶν πλείστων τετραπόδων φθαρτικήν, ἀνθρώπων δὲ σῳστικὴν πινόμενα σὺν οἴνῳ πρὸς θηρίων δήγματα καὶ μᾶλλον εἰ πηγάνου τι παραμίξειας. τὰ δὲ ἀσθενέστερα τῶν ζῴων, ὡς αἶγες καὶ πρόβατα, κἂν τὸ ἀπόβρεγμα αὐτῶν πίῃ, ἀποθνήσκει.

82 μυκήτων διαφορὰ δισσή· ἢ γὰρ βρώσιμοί εἰσιν ἢ φθαρτικοί. παρὰ πολλὰς δὲ αἰτίας γίνονται τοιοῦτοι· ἢ γὰρ ἥλοις κατιωμένοις ἢ ῥάκεσι σεσηπόσιν ἢ ἑρπετῶν φωλεοῖς παραφύονται ἢ δένδρεσιν ἰδίως βλαπτικοῖς. ἔχουσι δὲ καὶ γλινώδη οἱ τοιοῦτοι ἐπίπαγον, κατατεθέντες δὲ μετὰ τὸ ἀφαιρεθῆναι ταχέως διαφθείρονται σηπόμενοι· οἱ δὲ μὴ τοιοῦτοι, ζωμοποιοὶ ἡδεῖς. πλεονασθέντες μέντοι καὶ οὗτοι βλάπτουσι δυσπεπτούμενοι, πνίγοντες ἢ χολέραν ἐπάγοντες.

βοηθοῦνται δὲ 2 πάντες ποτιζόμενοι νίτρῳ καὶ ἐλαίῳ ἢ κονίᾳ μετʼ ὀξάλμης ἢ θύμβρας ἀποζέματι ἢ ἀριγάνῳ ἢ ἀρνιθείᾳ κόπρῳ μετʼ ὄξους [*](81 RV: ῥοδοδάφνη· οἱ δὲ σπόγγος, οἱ δὲ αἱμοσταφίς, οἱ δὲ νήριον, οἱ δὲ ῥοδόδενδρον, Ῥωμαῖοι ῥοράνδρουμ, οἱ δὲ λαυρορόσα, Λουκανοὶ ἰκμανή, Αἰγύπτιοι σχινφί, Ἄφροι . . . . . .) [*](1 SIM.: Pl. XXIV 90: Luc. Asin. 17 — Nic. Th. 531 ex Apollod.) Pl. l. s.) [*](7 SIM.: Diphil. Siphn. (Ath. II 61 d sq. cf. 30 e); Nic. Al. 521 sq.; Pl. XXII 94. 96. XXIX 103; Scrib. L. 198; D. eup. II 160 (336); Ps. D. de ven. II 33 Paul. Aeg. V 55.) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (μυκήτων — ἐκλειχομένῳ); cf. Gal. XI 79. VI 655.) [*](1 post φύλλα habent κτηνῶν μὲν πάντων φθαρτικήν RDiDl καὶ ὄνων om. E 2 τῶν om. E πάντων superscr. A2 τετραπόδων ζῴων FHA 3 ἀνθρωπίνων R ζωστικὴν E (corr. E2) πρὸς δὲ E δήγματα θηρίων Di 4 ἔτι μᾶλλον E πηγάνου παραμιξία C: πηγάνου παραμιγέντος N τι addidi ἀοθενέστατα R 5 ὡς om. R αἱ αἶγες καὶ τὰ πρόβατα E ἐπὰν RAHDi 7 num. cap. φνδ PDi: πα E tit. περὶ μυκήτων HADi διττή EFHADi οἱ μὲν γὰρ βρώσιμοι, τινὲς δέ εἰσιν αὐτῶι φθαρτικοί E 10 βλαπτικοῖς Orib.: βλαπτικοὺς φέρουσι O: βλαπτικοὺς φέρουσι καρπούς EDi: quem radix creat ar- boris venenose Dl ἔχουσι δὲ οὗτοι γλινώδη ἐπίπ. Orib. γλοιώδη vulgo 11 καταθέντες H: καὶ τεθέντες δὲ (om. Orib) Orib.E 12 μὴ τοιοῦτοι] ἐδώδιμοι Orib. 13 ἡδεῖς om. Orib. 14 ἢ πνίγοντες Orib. 15 ἐλαίῳ ἢ νίτρῳ Orib. καὶ ἐλαίῳ om. ODi: nitru aut sale et aceto et oleo Dl 16 ὀριγάνου Orib. ἐρνιθίᾳ P: ὁρνιθείῳ FHDi) [*](17 C fol. 282v: N fol. 130 νήριον· οἱ δὲ ῥοδοδάφνη, οἱ δὲ ῥοδόδενδρον οἱ δὲ σπόγγος Di ΑΙΜΟϹΤΡΑΡΙϹ R: αἱμοσταρίς reliqui: correxi οἱ δὲ νήριον — ῥοδόδενδρον om. HDi 18 ῥοραμδρούν HDi: ῥοδαμδρούμ M: loran drum Isid. l. s. 19 λευκανοὶ HDi σχινφή HA Di Ἄφροι ῥοδοδάφνη libri: hiatum not. Marc. (ῥοδοδάφνη ex initio textus huc delatum))

244
πινομένῃ ἢ μέλιτι πολλῷ ἐκλειχομένῳ. τρόφιμοι δέ εἰσι καὶ δυσδιάλυτοι· ὁλοσχερεῖς δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ σὺν τοῖς περιττώμασιν ἀποδίδονται.

83 Κολχικόν· οἱ δὲ βολβὸν ἄγριον, οἱ δὲ ἐφήμερον καλοῦσι. λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος λευκόν, ὅμοιον κρόκου ἄνθει, ὕστερον δὲ τὰ φύλλα φέρει βολβῷ παραπλήσια, λιπαρώτερα δέ, καυλὸν σπιθαμιαῖον, καρπὸν ἔχοντα πυρρόν, ῥίζαν φλοιὸν ἔχουσαν ἔγκιρρον ἐν τῳ μέλανι, ἥτις λεπιζομένη λευκὴ καὶ ἁπαλὴ καὶ γλυκεῖα καὶ ὀποῦ μεστὴ εὑρίσκεται· ἔχει δὲ ὁ βολβὸς διάφυσιν μέσην, καθʼ ἣν τὸ ἄνθος ἀφίησι.

2 γεννᾶται δὲ πλείστη ἐν Κόλχοις καὶ ἐν τῇ Μεσσηνίᾳ.

βρωθεῖσα δὲ κτείνει κατὰ πνιγμὸν ὁμοίως τοῖς μύκησιν. ἀνεγράψαμεν δὲ αὐτήν, ἵνα μὴ λάθῃ βρωθεῖσα ἀντὶ βολβοῦ· παραδόξως γάρ ἐστιν ἐπακτικὴ διὰ τὴν ἡδονὴν τοῖς ἀπείροις. βοηθεῖ δὲ τοῖς φαγοῦσιν ὅσα καὶ τοῖς μύκησι, καὶ γάλα δὲ βόειον πινόμενον, ὥσθʼ ὅταν παρῇ τοῦτο, μηδενὸς ἄλλου δεῖσθαι βοηθήματος.