De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

63 κόριον· ψυκτικὴν ἔχει δύναμιν, ὅθεν καταπλασσόμενον μετὰ ἄρτου ἢ ἀλφίτου ἐρυσιπέλατα καὶ ἔρπητας ἰᾶται, σὺν μέλιτι δὲ καὶ σταφίδι ἐπινυκτίδας καὶ διδύμων φλεγμονὰς καὶ ἴνθρακας θεραπεύει, μετὰ ἐρεγμοῦ δὲ χοιράδας καὶ φύματα διαλύει. τὸ δὲ σπέρμα ὀλίγον μὲν μετὰ γλυκέος ποθὲν ἕλμινθας ἐκβάλλει καὶ σπέρματός ἐστι γεννητικόν, πλεῖον δὲ ληφθὲν κινεῖ τὴν διάνοιαν ἐπικινδύνως, ὅθεν δεῖ φυλάσσεσθαι τὴν πλείονα καὶ συνεχῆ πόσιν αὐτοῦ. ὁ δὲ χυλὸς σὺν ψιμυθίῳ ἡ λιθαργύρῳ καὶ ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καταχριόμενος ὠφελεῖ τὰς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν φλεγμονάς τὰς πυρώδεις.

[*](63 RV: κορίαννον ἡ κόριον, Αἰγύπτιοι ὄχιον, Ἄφροι γοίδ.)[*](3 SIM.: Pl. XX 216 (e S. N.) Garg. Mart. 4, 138 R (e Gal. et Pl.) Sim. Seth.  s. v. (57 L) — Cels. (II 27) Ruf. (ed. Ruelle 541) Pl. 217 — Pl. 216 eup. I 168 (180) 169 (181) — Pl. 217 — Pl. 216 eup. I 171 (183) — Pl. 216. 217 eup. I 141 (164) I 199 (196) — eup. I 154 (173) — Pl. 216 — Pl. 218 enp. II 66 (281) — eup. II 96 (300) — eup. I 145 (167).)[*](3 EXC.: Gal. XII 36 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 102 (unde Pa. Orib. I 83 cf. 103); Isid. XVII 11, 7. Hes s. v. κορίαννον.)[*](3 TEST.: Gal. XII 36: κορίαννον ἢ κόριον ἢ ὅπως ἂν ἐθέλῃς ὀνομάζειν οἱ μὲν γὰρ Ἐλληνεσ οἱ παλαιοὶ κορίαννον καλοῦσιν, οἱ νεώτεροι δʼ ἐατροὶ πάντες ὀνομάζουσιν κόριον, ὥσπερ καὶ Διοσκουρίδης ψυκτικὴν λέγων εἶναι τὴν πόαν οὐκ ὀρθῶς . . . μὴ τοίνυν μηδὲ τὸ τηνικαῦτα βοηθοῦν αὐτῇ [sc. ἐρυσιπέλατος διαθέσει) ψυκτικὸν εἶναι νομίζωμεν, ὥσπερ ὁ Διοσκουρίδης τὸ κορίαννον, ὅτι καταπλαττόμενον, ὡς αὐτός φησι, μετ᾿ ἄρτου ἢ ἀλφίτου (ἀλφίτων ed) ἰᾶται τὰ ἐρυσίπελας . . ὄτι δὲ πόρρω τοῦ ψύχειν ἐστὶ κορίαννον ἔνεστί σοι κἂξ αὐτῶν ὧν Διοσκουρίδης ἔγραψε καταμαθεῖν· χοιράδας γοῦν φησι διαλύειν αὐτὸ μετ᾿ ἐρεγμοῦ.)[*](1 post συγχριόμενον haec habet E μετὰ δὲ (add. E2) σταφίδος ἐπὶ τὸ |χολοδέστερον ἢ| χλωρότερον καὶ ῥιτίνης (corr. E2) 2 καὶ μετὰ σταφίδος Di ὑποθυμιώμενον μετὰ στ. C ὑστέρας C)[*](4 num. cap. τοζ 0Dl: ξθ E tit περὶ κορίου PHADi post κόριον add. ὸ παῤ ἡμῖν κορίανδρον λεγόμενον V: ἢ κορίανον. Di: γνώριμον ἢ κορίαννον A γνώριμον δύναμιν ἔχον ψυκτικήν RDi: γνώριμον superscr. H2 initio syn. e R add DiA: mg. H2 5 ἄρτων Di ἢ] καὶ E 7 μετὰ δὲ ἐρεχμοῦ R ἐρεγμοῦ ἀλεύρου φάβατος superacr.) PV: mg. Add. ἐρεγμός ἐστιν φάβα C (m rec.) 8 ὀλίγον μὲν om, R: μὲν om, Di πινόμενον κετὰ γλυκέος R: ποθὲν μετὰ γλυκέος EPaul. Aeg. 9 πλείω HA 10 φυλάττεσθαι RHD 11 καὶ αυνεχῆ om. R πόσιν] PV: πρίσιν F: χρῆσιν reliqui: unde debet quisquis usum eius non frequentare Dl 12 ἢ ῥοδίνῳ R 13 τὰς πυρώδεις om R)[*](14 C fol. 156r: N 46 ὁμοίως Αἰγύπτιοι C ὄχεον HDi: ochion Ps. Ap. (Ack.) de Afr. syn. cf. Low l. s. 406. Hehn Kult.6 205.)
75

64 RV: ἱεράκιον τὸ μέγα· οἱ δὲ σογχίτην, Ῥωμαῖοι λαπτούκα ἠρράτικα, Ἄφροι σιθιλεσαδέ. καυλὸν ἀνίησιν ὑπέρυθρον, τραχύν, ἀκανθώδη, ὑπόκενον, φύλλα δὲ ἔχει ἐκ διαστημάτων ἐπεσχισμένα ἀραιῶς, σόγχῳ ἐμφερῆ τὴν περιφέρειαν, ἄνθη μήλινα ἐν κεφαλίοις ὑπομήκεσιν.

δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν, μετρίως ὑποστύφουσαν, ὅθεν στομάχῳ καυσουμένῳ καὶ φλεγμοναῖς καταπλασσόμενον ἁρμόζει.

ὁ δὲ χυλὸς καταρροφούμενος δηγμὸν στομάχου πραΰνει, ἡ 2 δὲ πόα σὺν τῇ ῥίζῃ καταπλασθεῖσα σκορπιοπλήκτοις ἀρήγει.

ἱεράκιον τὸ μικρόν· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σογχίτην καλοῦσιν, οἱ δὲ ἔντυβον ἄγριον, Ῥωμαῖοι ἴντουβουμ ἀγρέστεμ, Ἄφροι σιθιλεσαδέ. φύλλα ἔχει καὶ αὐτὸ ἐκ διαστημάτων ἐπεσχισμένα τὴν περιφέρειαν, καυλία δὲ ἀνίησι τρυφερὰ καὶ χλωρά, ἐν οἷς ἄνθη μήλινα, κύκλον περιγράφοντα.

δύναμιν δὲ ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ.