De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

6 κενταύρειον τὸ μέγα· οἱ δὲ νάρκην, οἱ δὲ γεντιανὴν καλοῦσι. φύλλα ἔχει καρύᾳ βασιλικῇ ἐοικότα, προμήκη, χρώματι χλωρά ὡς κράμβης· τὸ δὲ περιφερὲς αὐτῶν ἐντέτμηται ὥσπερ πρίων· καυλὸν δὲ ἔχει ὡς λάπαθον, | δίπηχυν ἢ καὶ τρίπηχυν, παραφυάδας ἀπὸ τῆς ῥίζης ἔχοντα πολλάς, ἐφʼ ὧν κεφαλαὶ ὅμοιαι μήκωνι, ὑπομήκεις ἐν τῳ περιφερεῖ, ἄνθος [*](6 RV: κενταύρειον τὸ μέγα· οἱ δὲ νάρκην καλοῦσιν, οἱ δὲ λιμνήσιον, οἱ δὲ Μαρώνιον, οἱ δὲ Πελεθρονιάς, οἱ δὲ χειρωνιάς, οἱ δὲ λίμνηστις, προφῆται αἷμα Ἡρακλέους, Ῥωμαῖοι φέλ τέρραι, οἱ δὲ οὐερνίφερα.) [*](5 TEST.: Gal. XI 858: χησὶ δὲ ὁ Διοσκουρίδης τὴν ῥίζαν ξηρὰν λεανθεῖσαν πτερυγίων ἐπιτήδειον γίνεσθαι κατάκαστον φάρμακον.) [*](5 SIM.: Theophr. h. pl. III 3 6. IV 5, 1 [Theoph.] IV 1, 1. 3, 7. Pl. XXV 66 sq. (e S. N. — Crat.) cf. Crat apud Pa. Gal. de virtute Centaureae ed Chart. XIII 1010).) [*](5 EXC.: Orib. XI s. v. (κενταύρειον — Κυλλήνην); Gal. XII 19 (unde Orib. II 646. V 618. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.). carm. de herb. 9; Ps. Ap. 35 (unde Pa. Orib I 7); Isid. XVII 9, 33 (cf. A. Mai VII 435).) [*](1 τραυματικοῖς superscr. A2 στομαχικόν ODi at cf. ideo et commanducata atomatice est ulceribus oris Pl. 2 αὐτῶν τῶν R 3 λεία R: λεία τριβεῖσα E 4 κατάπ αστος E (λ ersa. E2): κατάπλαστος RODiDl. at cf. Pl. l. s. Gal. l. s. D. ecup. I 190 (194) ἐστιν om. RE) [*](5 num. cap. τκα ODi: ζ E tit. περὶ μεγάλου κενταυρίου FHDi: περὶ κ. μεγ. A κενταύριον libri: cf. Zop. (Orib. II 598 cf. II 646) τὸ om. Di post μέγα syn. e R add. DiA, marg. H2 οἱ δὲ γεντιανὴν addidi e Dl cf. D. III 3 6 ἐοικότα] παραπλήσια R: ὅμοια Di καραμήκη E (προμήκη superscr. E2) 7 κράμβη EA 8 ὡσπερεὶ FHA καυλὸν — πολλὰς om. A, marg. add. A2 λάπαθον Orib. PE: λαπάθου reliqui ἢ om. NDiA2 διπήχει καὶ τριπήχει (ει in η utrobique corr.) E 9 παραφυάδας δὲ PFH (dittogr.)) [*](11 C 162r, N 44 νάρκην] cf. D. III 3 12 λιμνίσκον A μαρόνην ADi: μαρόναν H: marion Ps. Ap. (L1 V): maronion Ps. Orib. l. s. ex Thraciae monte vocatum πληκτρωνιας R: πληκτρονιάς DiAH: pletronia Ps. Ap.: corr. Marc. cf. Nic. Th. 500 12 ἡρακλέως N Ῥωμαῖοι φιερρει οἱ δὲ οὐνιφερα (οὐνεφέρα DiHA) οἱ δὲ φελτερραι RHADi: correxi. vox φελτέρραι marg. adscripta ad φιερρει corrigendum a librario in textum inducta est quasi nov. syn. cf. Ps. Ap. Itali fel terrae. Scrib. L. 227. Pl. XXV 68. Isid. XVII 9, 33. Ps. Orib. l. s. 13 οὐνιφερα et οὐνεφερα codd.: Itali fel terrae ionifere (V uneferam vulgo) Ps. Ap.: correxi folia cent. magni viridi sunt brassicae colore)

11
κυανίζον· καρπὸς δὲ ὅμοιος κνήκῳ, ἐγκείμενος ὥσπερ ἐν ἐριώδεσι τοῖς ἄνθεσι, ῥίζα παχεῖα, στερεά, βαρεῖα, περὶ πήχεις δύο, μεστὴ χυλοῦ, δριμεῖα μετὰ ποσῆς στύψεως καὶ γλυκύτητος, ὑπέρυθρος· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ χυλὸς ἐρυθρός.

2 φιλεῖ δὲ λιπαρὰν 2 γῆν, εὐήλιον, δρυμούς καὶ γεώλοφα· πλεονάζει δὲ ἐν Λυκίᾳ καὶ ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου ἐν Ἤλιδι καὶ Ἀρκαδίᾳ καὶ Μεσσηνίᾳ καὶ περὶ Φολόην καὶ Λύκαιον καὶ Κυλλήνην.

ἁρμόζει δὲ ἡ ῥίζα δήγμασι, σπάσμασι, πλευριτικοῖς, δυσπνοίᾳ, πνοίᾳ, βηχὶ παλαιᾷ, αἱμοπτυῖκοῖς, ἀπυρέτοις μὲν μετʼ οἴνου, πυρέσσουσι δὲ μεθʼ ὕδατος δραχμῶν δυεῖν πλῆθος τῆς ῥίζης διδόμενον καὶ πρὸς στρόφους ὁμοίως καὶ ὑστέρας ἀλγήματα.