De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

38 ἔρπυλλος· ὁ μέν τίς ἐστι κηπευτός, σαμψουχίζων τῇ ὀσμῇ, καὶ στεφανωματικός· ὠνόμασται δὲ ἀπὸ τοῦ ἕρπειν τε καὶ ὅ τι ἂν αὐτοῦ μέρος θίγῃ τῆς γῆς, ῥιζοβολεῖν. ἔχει δὲ φύλλα καὶ κλωνία ὀριγάνῳ ἐμφερῆ, πλὴν λευκότερα· ἀπὸ δὲ αἱμασιῶν καθιέμενος εὐαυξέστερος γίνεται. ὁ δέ τίς ἐστιν ἄγριος, ὃς καὶ ζυγὶς καλεῖται, οὐχ ἕρπων, ἀλλʼ ἀρθός, κλωνία ἀνιεὶς λεπτά|, φρυγανώδη, φύλλων περίπλεα ὁμοίων πηγάνῳ, [*](38 RV: ἕρπυλλος· οἱ δὲ ζυγὶς ἀγρία, οἱ δὲ πόλιον, Αἰγύπτιοι μερουόπυος, Ῥωμαῖοι σερπούλλουμ, οἱ δὲ κίκερ ἠρράτικουμ.) [*](7 SIM.: Pl. XX 245 sq. (e S. N. — Crat.) cf. Theophr. h. pl. VI 1, 1. 6, 2 3. 7, 2. 5; Nic. Th. 67 sq. (ex Apoll.).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (ἕρπυλλος — ἐπιτηδειότερος); Aet. I s. v. (initio cap. alienis e Gal. additis); cf. Gal. XI 877 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 7 (e D. lat.): Garg. Mart. 39 (175 R.); Isid. XVII 9, 51; Ps. Ap. 99 (unde Ps. Orib. I 80. A. Mai. l. s. VII 444); Hes. s. v. ζώγη. 14 SIM.: Ps. Ap. 99.) [*](1 ἔλαττον R μέντοι] δὲ F ἀναλογωτέρα N: ἀναλωτέρα C. verumtamen minor et magis tenera Orib. molliora habens folia et stiptica Dl 2 ἄνθος Di μεστὸν ἄνθους R ἐνχλώρου R: ἔγχωρον PV 3 τῷ προειρημένῳ θύμῳ R 4 εὐθετεῖ Di 5 θύμβρα σπαρτή R ἔλαττον τῆς ἀγρίας R 6 ἐπιτεταμένον τῆς δριμύτητος R τῆ δριμύτητι VE) [*](7 num. cap. τνβ ODi. μδ E tit. περὶ ἑπτύλλου FHADi ἕρπυλλον A post ἕρπυλλος syn. e R add. Di. marg. H2 σαμψουχίζων CPE. σαμψυχίζων reliqui τῇ χρόᾳ καὶ τῇ ὀσμῇ E. ad rem cf. schol. Nic. Th. 67. schol. in Arist. Pac. 168. Pl. l. s. Isid. l. s. 8 τε om. R 9 ῥιζοβολεῖ RFA 10 ὄμοια ὀριγάνῳ R 11 εὐεξειέστερος R τις] γε C: ἔτερος N 12 ὃς om. R ζούγις E: ζύης R: zigium Dl: συζυγίς Aet l. s. cf. Ath. XV 681 f. post καλεῖται syn. e R add. A οὐχ ἕρπων, ἀλλʼ ὀρθός om. marg. add. A2 κλωνία δὲ ἔχων φρυγανώδη R 15 ἀνιελὶς] ἀνίησιν E: ἔχων (post φρυγαν. transpos.) Aet. φύλλα περίπλεα ὅμοια RAet.) [*](14 C fol. 110v: N 66 ζυγὶς ἄγριος C: ζευγίς N: gygos Ps. Ap. (L gigos L1 V) πόλιον serpyllum flores habet candidos ut canos homium, ideo polion dicitur A. Mai l. s. 15 μερουοπυος Cp: μερουοπυθε v: μερουοπυε N (ut videtur): μερουόπιθς H: ῥουόπιθς A: Aegyptii meru (maru L1 V) vocant Ps. Ap. (meruopuos Ack.) σερπουλλου C: σερπύλουμ Di: σερπύλλουμ H: σερπίλουμ A: Itali serpullum dicunt Ps. Ap. κερκλατικουμ RADi: κερηλατικουμ H: correxi coll. Ps. Ap. alii cicer erraticum, alii cicer rusticum (cf. A. Mai l. c. 444), Orib. VI 469 epillion. erpillion, quem Romei cicer erraticum vocant)

51
ὑπόστενα δέ ἐστι καὶ ἐπιμηκέστερα καὶ σκληρότερα ταῦτα, ἄνθη γευομένῳ δριμέα, ὀσμὴ ἡδεῖα, ῥίζα ἄχρηστος.

φύεται 2 ἐν πέτραις, ἐνεργέστερος καὶ θερμαντικώτερος τοῦ κηπευτοῦ ὑπάρχων καὶ πρὸς τὴν ἐν ἰατρικῇ χρῆσιν ἐπιτηδειότερος· ἔμμηνά τε γὰρ ἄγει καὶ οὖρα κινεῖ πινόμενος· ὠφελεῖ καὶ στρόφους, σπάσματα, ῥήγματα, ἥπατος φλεγμονάς καὶ πρὸς ἑρπετὰ πινόμενός τε καὶ καταπλασσόμενος, κεφαλῆς τε ὀδύνην παραμυθεῖται ἑψηθεὶς σὺν ὄξει καὶ καταβραχεὶς μιγέντος αὐτῷ ῥοδίνου· μάλιστα δὲ ἐπὶ ληθάργου καὶ φρενίτιδος ἁρμόζει. παύει δὲ καὶ ἔμετον αἵματος δραχμῶν τεσσάρων πλῆθος μετʼ ὄξους ποθείς.