De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

162

2 δύναμιν δὲ ἔχει διουρητικὴν καὶ ἐμμήνων ἀγωγὸν προστιθέμενον, τεταρταϊκούς τε ἀπαλλάσσει μετʼ οἴνου πινόμενον. θεραπεύει δὲ καὶ ἰσχιάδας ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα τὸ σπέρμα πινόμενον, τὰ δὲ φύλλα σὸν τῳ σπέρματι καταπλασθέντα ἰᾶται κατακαύματα.

155 ἄσκυρον· οἱ δὲ ἀσκυροειδές, οἱ δὲ ἀνδρόσαιμον. καὶ τοῦτο εἶδός ἐστιν ὑπερικοῦ μεγέθει διαφέρον, κλωσὶ μεῖζον, φρυγανωδέστερον δὲ καὶ πεφοινιγμένον· ἄνθη δὲ μήλινα φέρει, καρπὸν ὅμοιον ὑπερικῷ, ὄζοντα ῥητίνης καὶ ἐν τῳ παρατριβῆναι οἱονεὶ αἱμάσσοντα τούς δακτύλους, ὡς διὰ τοῦτο ἀνδρόσαιμον καλεῖσθαι.

ποιεῖ δὲ καὶ ὁ τούτου καρπὸς πρὸς ἰσχιάδας πινόμενος μεθʼ ὑδρομέλιτος κοτυλῶν δυεῖν ἄγει δὲ χολώδη καὶ κόπρια πολλά· συνεχῶς δὲ δεῖ διδόναι, ἄχρι ἄν ὑγιασθῶσι. ποιεῖ καὶ πρὸς πυρίκαυτα ἐπιπλασθεῖσα.

[*](155 RV: ὑπερικόν· οἱ δὲ ἄσκυρον, οἱ δὲ ἀσκυροειδές, οἱ δὲ ἀνδρόσαιμον.)[*](1 SIM.: Zop. (Orib. II 567) Pl. l. s. Ruf. 26. D. eup. II 112 (311) — Zop. (Orib. II 599) eup. II 78 (292) — eup. II 21 22 (234. 235) — eup. I 237 (218) — eup. I 178 (187.)[*](6 SIM.: Pl. XXVII 37 (e S. N. — Crat) — Pl. l. s. D. eup. I 237 (219).)[*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄσκυρον — καλεῖσθαι); cf. Gal. XI 829 s. v. ἀνδρό- σαιμον (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. ἀσκύροι)[*](1 προστιθέμενον δὲ N 2 τεταρταίου ἀπαλλακτικόν R: τεταρταίους ἀπαὶ- λάσσει E: τεταρταίους τε καὶ τριταίους ἀπαλλάσσει Di" cum vino pola quarta- nam fugat Ps. D, de h. f. post πινόμενον add. (cum ·/· in mg.) post πινόμενον transpos. τὰ δὲ φύλλα — κατακαύματα ADi (superscr. H2: del. A2) 3 καὶ om. Di ἰσχιάδα PV: ἰσχιάδας reliqui 4 πινόμενον τὸ σπέρμα E καὶ τὰ φ. (om. δὲ) Di καταπλασσόμενα (ττ Di) RDi 5 καὶ (om. RDi) κατακαύματα ἰῶνται (ἰᾶται E) REDi)[*](6 num. cap. νξθ ODi: ρνθ E tit. περὶ ἀσκύρου FHADi οἱ δὲ ἀσκυ- ροειδές om. Orib. 7 μεγέθει om. R (del. A2) μεῖζον om. R (del. A2) 8 δὲ (pr.)] τε Orib. πεφοινιγμένον τοῖς φύλλοις λεπτοῖς RDi (marg. add. A2) δὲ (alt.) om. R φέρει om. R: post καρπὸν colloc. E 9 καὶ καρπὸν (dittogr.) Orib.: καρπὸν δὲ R ὑπερικῷ ὅμοιον Orib. ἐν τῷ παρατριβῆναι om. RE 10 δακτύλους τὸ σπέρμα RADi (marg. add. H2) ὥστε R: καὶ E τοῦτο αὐτὲ RE: τοῦτο καὶ Orib. 11 καλεῖται NA: καλοῦσι C 12 δὲ om. FHADi τούτου ὁ καρπὸς R: ὁ τούτου κ. reliqui ἰσχιάδα E: ἰσχιαδι- κοὺς R 13 δὲ] γὰρ Di καὶ om. Di 14 συνεχῶς διδόμενος R δεῖ δόναι P: διδόναι (δεῖ om) V: διδόναι δεὶ (χρὴ Di) EDi ἄχρις FHADi 15 ἐπιπλασθείς R: ἐπιπλασθεῖσα reliqui (sc. ἡ πόα))[*](16 C fol. 356v: N 145)
163

156 ἀνδρόσαιμον· οἱ δὲ Διονυσιάδα, οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἄσκυρον καλοῦσι. διαφέρει δὲ τοῦ ὑπερικοῦ καὶ τοῦ ἀσκύρου θάμνος ὢν λεπτόκαρφος, φρυγανώδης, πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία· φύλλα τριπλασίονα πηγάνου, ἃ τριφθέντα οἰνώδη χυλὸν ἀνίησι, μασχάλας τε ἔχει πλείονας ἐπʼ ἄκρῳ τεταρσωμένας, περὶ ὡς ἀνθύλλια μικρά, μήλινα·

καρπὸς ἐν κάλυκι ὅμοιος τῳ τῆς μελαίνης 2 μύκωνος, οἱονεὶ κατάγραφος· ἀνατριφθεῖσα δὲ ἡ κόμη ῥητιυώδη ὀσμὴν προσδίδωσι.

καὶ τούτου ὁ καρπὸς λεῖος δραχμῶν δυεῖν ὁλκὴ ποθεὶς ἄγει χολώδη καὶ κόπρια. θεραπεύει δὲ μάλιστα ἰσχιάδας· δεῖ δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν ὕδατος ἐπιρροφεῖν ἀλἴγον· καὶ πυρίκαυτα δὲ ἡ πόα κατακπλασθεῖσα θεραπεύει καὶ αῖμα ἐπέχει.