De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

139

λέγεται δὲ καὶ ἐρυθραϊκὸν σατύριον, ἔχον σπέρμα λινοσπέρμῳ 2 ἐμφερές, μεῖζον δὲ καὶ στίλβον καὶ λεῖον καὶ ῥωμαλέον, ὅπερ ἱστορεῖται καὶ αὐτὸ συνουσίας ἐγείρειν ὥσπερ ὁ σκίγκος. ἔστι δὲ τῆς ῥίζης αὐτοῦ ὀ μὲν φλοιὸς ὕπισχνος καὶ πυρρός, τὸ δὲ ἔνδοθεν λευκόν, γευομένῳ εὔστομον καὶ γλυκύ. φύεται ἐν εὐηλίοις καὶ ὀρεινοῖς τόποις. ἱστορεῖται δὲ ὅτι καὶ εἰς τὴν χεῖρα ληφθεῖσα ἡ ῥίζα ἐρεθίζει πρὸς ἀφροδίσια, σύν οἴνῳ δὲ ποθεῖσα μᾶλλον.

129 ὅρμινον· πόα ἐστὶν ἐμφερὴς πρασίῳ τοῖς φύλλοις, καυλὸς δὲ τετράγωνος, ἡμιπηχυαῖιος, περὶ ὅν ἐξοχαὶ ὅμοιαι λοβοῖς, ὡς ἐπὶ τὴν ῥίζαν νενευκυῖαι, ἐν αἷς σπέρμα διάφορον· ἐπὶ μὲν γάρ τοῦ ἀγρίου στρογγύλον εὑρίσκεται καὶ φαιόν, ἐπὶ δὲ τοῦ ἑτέρου ἐπίμηκες καὶ μέλαν, σὗπερ καὶ ἡ χρῆσις.

δοκεῖ δὲ καὶ τοῦτο σύν οἴνῳ πινόμενον συνουσίαν παρορμᾶν. ἀποκαθαίρει δὲ σύν μέλιτι ἄργεμα, λευκώματα, καταπλασθὲν [*](129 RV: ὅρμινον ἥμερον· Ῥωμαῖοι γεμινάλις, σάκοι ὅρμεα.) [*](1 SIM.: Pl. XXVI 96. 97 D. eup. II 96 (300).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (λέγεται — τόποις).) [*](9 SIM.: Theophr. h. pl. VIII 1, 4. 7, 3 (unde Pl. XVIII 96) Pl. XXII 159 (e S. N.) — Pl. 1. s. eup. II 96 (300) — Pl. l. s. eup. I 41 (112).) [*](9 EXC.: Orib. XII s. v. (ὅρυινον — χρῆσις); Gal. XII 152 (s. v. φορμίον) ═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ὅρμινον (e D.). Hes. s. v. ὁρμῖνοι.) [*](1 cap. υμδ inc. Di περὶ σατυρίου· σατύριον τὸ ἐρυθρόνιον sequ. Syn. e R add.: post σατύριον syn. add. A: marg. add. H2 δὲ τι Orib. ἔχον om. Orib.: ἔχει δὲ (om. Di) NEDi 2 καὶ ῥωμαλέον om. N : post μεῖζον δὲ colloc. Di: sed maius et lene et lucidum et forte Dl post ῥωμαλέον add. ὁμοίως Orib.: καὶ ὁμοίως E (del. E2) 3 ὅπερ — σκίγκος om. Orib. ἐγεῖρον E 4 ἰσχωός NE 5 πυρρός] πυκνός 0rib. τὸ δὲ om. N λευκὸς γ. εὔστομος καὶ γλυκύς N 6 φύεται δὲ E καὶ (alt.) om. N 7 ἐν χερὶ N ἡ — ἀφροδίσια om. PV ῥίζα ἀφροδίσια ἵστησιν, πολὺ δὲ κᾶλλον ἐὰν σῦν οἴνῳ ποθῇ Ν) [*](9 num. cap. υμγ O: υμε Di: ρλϚ E tit, περὶ ὅρμου FHDi: om. A ὅρμινον ἥμερον δισσόν· τὸ δὲ ἥμερον ὅρμινον πόα ἐστὶν R: ὅρμινον ἥμερον (syn. add.) DiA de nom. cf. Tomaschek l. s. 28 porro simile Pl. (errore) 10 καρπὸε C δὲ om, Orib. ἡμιπηχαῖος Orib.: ἡμιπηχιαῖος N verba περὶi — λοβοῖς non recte intellexit Dl 11 καὶ ὡς E νενευκυῖαν F 12 τοῦ om. Orib.: ἀγρίου om. P τὸ ἄγριον FHA κμὶ addidi ἔστι δὲ τὸ τοῦ N 13 δὲ om. Orib. καὶ (pr.) om. HA οὗπερ — χρῆσις om. R: οὗπερ ἐστὶ E ἡ χρεία E (ἡ eras. E2) 14 πρὸς συνουσίαν N: συνουσίαε Paul. Aeg. l. s. 15 δὲ] τε E ἄργεμα om. R) [*](16 C fol. 254v: N 99 ὅρμεα RHA. ὅρμτα Di cf. Tomaschek l. s. 28)

140
δὲ μεθʼ ὕδατος οἰδήματα διαφορεῖ καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται· καὶ ἡ πόα δὲ καταπλασθεῖσα τὰ αὐτὰ ποιεῖ, τὸ δέ ἄγριον ἰσχυροτέραν ἔχει δύναμιν, ὅθεν μείγνυται καὶ συγχρίσμασι, μάλιστα δὲ τῷ γλευκίνῳ.

130 ἡ δύσαρον τὸ ὑπὸ τῶν μυρεψῶν καλούμενον πελεκῖνος· θάμνος ἐστὶ φυλλάρια ἔχων ἐρεβίνθῳ ὅμοια, λοβούς δὲ κερατίοις ἐοικότας, ἐν οἷς τὸ σπέρμα πυρρόν, ὅμοιον πελέκει ἀμφιστόμῳ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται, πικρὸν γευσαμένῳ, εὐστόμαχον ποθέν· μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις. σύν μέλιτι δὲ προστεθὲν πρὸ τῆς μείξεως ἀτόκιον εἶναι δοκεῖ. φύεται δὲ ἐν κριθαῖς καὶ πυροῖς.

131 ὄνοσμα· οἱ δὲ ὀσμάδα, οἱ δὲ φλονῖτιν, οἱ δὲ ὄνωνιν καλοῦσι. τὰ μὲν φύλλα ἔχει ὅμοια τοῖς τῆς ἀγχούσης, προμήκη, μαλακά, ὡς τετραδάκτυλα τὸ μῆκος, τὸ δὲ πλάτος δακτύλου, ἐπὶ γῆς κατεστρωμένα ἐμφερέστατα τοῖς τῆς ἀγχούσης. ἐστι δὲ [*](131 RV: ὄνοσμα ἢ ὄνωνις· οἱ δὲ φλονῖτιν, οἱ δὲ ὀνωνῖτιν καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Zop. (Orib. II 590) Pl. l. s. D. eup. I 144 (166) Pl. eup. I 167 (180).) [*](5 SIM.: Theophr. h. pl. VIII s, s (unde P. XVIII 155): Pl. XXVII 121 (e S. N. — Crat) — D. eup. II 95 (300) — Pl. l. s.) [*](5 EXC.: Orib. XI s. v. (ἡδύσαρον — γευσαμένῳ); cf. Gal. XI 883 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](12 SIM.: Pl. XXVII 110 e S. N.).) [*](12 EXC.: cf. Gal. XII 89 (unde Orib. II 670. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 σὺν ὕδατος (sic) E καὶ οἰδήματα Di σκόλοπας om. R 3 καὶ om. R χρίσμασι R 4 γλυκίῳ R: γλευκίνῳ (superscr. γλαυκίῳ A2) A: γλυκίνῳ F) [*](5 num. cap. υμδ O: υμς Di: ρλζ E tit. περὶ ἡδυσάρου om. A ἡδύ σαρον μέροψ καλούμενον in fine capitis antecedentis add. EDl: pelecinon her- bam diclt Pl. l. s.: ἡδύσαρον ἤ πελεκῖνος Gal. 7 ad rem cf. Pl. semen in siliquis fert corniculorum modo aduncis ternis quaternisue 8 καὶ om. Orib. 10 ἂν πυροῖς καὶ ἔν κριθαῖς E) [*](12 mum. cap. υμε 0: υμζ Di: ρλη E tit περὶ ῥνόσμου FH: om. A: περὶ ὀνόσματος Di ὄνομα REDIPI.Paul. Aeg. ὀσμάδα] ὀνομίδα E: ὀνο- μς Paul. Aeg.: nomidana Dl φλονῖτιν DiGal.Dl: φλονιτινιν P: φλονιτίδ (sic) F: φλονιτίδην HA: φλομήτην (η pr. corr. in E2) E: ρλομῖτις Paul. Aeg. ὄνωνιν] ὀνώνην E: ὀνωνίτην superscr. A: noin Dl cf. Nm. Th, 872 13 ὁμοια ἔχει E 14 μαλακά] μακρά N τετραδακτυλιαῖα RE ιετραδάκτυλα τὸ μῆκος ADiH2: τὸ μῆκος om, reliqui πάχος F 15 ἐστρωμένον R ἐμφερέστατον R: ἐμφερέστερα E ἀγχούσης καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ τὰ ἄνθη R: sine caule, sine flore, sine semine Pl.: sed nec asta habet nec semen nec florem Dl) [*](16 C fol. 252v: N 117 ἢ ὄνωνις om. C: ὀνωνιε N ΦΙΑϹΙΤΙΝ (sie) C: φιλονεῖτιν N: correxi ὀμονῖτιν E: correxi)

141
ἄκαυλος καὶ ἄκαρπος καὶ ἀνανθής· ῥιζίον δὲ ὑπόμηκες ὕπεστιν, ἀσθενές, λεπτόν, ἐνερευθὲς ἡσυχῆ. φύεται ἐν τραχέσι τόποις.

τούτου τὰ φύλλα ἐν οἴνῳ ποθέντα ἔμβρυα ἄγει· φασὶ δὲ ὅτι, κάν ἔγκυος ὑπερβῇ τὴν πόαν, ἐκτιτρώσκει.

132 νυμφαία· φύεται ἐν ἕλεσι καὶ ὕδασι στασίμοις. φύλλα δὲ ἔχει ὅμοια κιβωρίῳ, μικρότερα δὲ καὶ ἐπιμηκέστερα, ποσῶς ὑπερέχοντα τοῦ ὕδατος, τὰ δὲ καὶ ἐν αὐτῷ τῳ ὕδατι, πλείονα ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζῃς, ἄνθος δὲ λευκόν, ὅμοιον κρίνῳ, ἔχον κροκῶδες τὸ μέσον· ὅταν δὲ ἀπανθήσῃ, στρογγύλον, μήλῳ παραπλήσιον τῇ περιφερείᾳ γίνεται ἤ μήκωνος κεφαλῇ, μέλαν, ἐν ᾧ καρπὸς πλατύς, πυκνός, γευομένῳ γλίσχρος· ὁ δὲ καυλὸς λεῖος, οὐ παχύς, μέλας, ὅμοιος τῳ τοῦ κιβωρίου, ῥίζα μέλαινα, τραχεῖα, ὁοπαλοειδής, ἥτις τέμνεται φθινοπώρῳ.

ξηρά δὲ ποθεῖσα κοιλιακοὺς καὶ δυσεντερικοὺς ὠφελεῖ  σὺν οἴνῳ 2 [*](132 RV: νυμφαία.) [*](νυμφαία ἄλλη· οἶ δὲ νυμφῶνα καλοῦσιν.) [*](4 SIM.: Pl. l. s. D. eup. II 78 (291).) [*](6 SIM.: Theophr. h. pl. IV 10, 3 (cf. Ath. XIV 651a Nic. Th. 887 cum schol. Hes. s. v. σίδη); (Theophr.] l IX 13, 1 (e Diocle) Pl. XXV 75 (ex I. B.?)) [*](6 EXC.: Orib. XII s. v. (νυμφαία — φθινοπώρῳ); Gal. XII 86 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἄκαυλος PEDi: ἄκαυλον reliqui (item ἄκαρπον ἀνανθέε) καὶ (utrum- que) om. Di ὐπόμηκες om. REDl 2 ἀοθένές τε καὶ E λεπτὸν καὶ E ἐρενθὲν N: . . . . θρον C (charta laesa) φύεται δὲ HADi 4 τοότου δὲ E ἄγει ἔμβρυα FHA 5 ὅτι om. E καὶ ἔγκυος ἐὰν R τὴν ῥίζαν ἐκτιτρώσκει (ν add E2) τὸ κατὰ γαστρός E) [*](6 num. cap. υμς 0: υμη Di: ρλθ E tit. περὶ νυμφαίας FHDi: om. A ὑδροστασίοις N (cap. om. C): ὑδροστασίμοις τόποις E 7 δὲ (pr) om. Orib. ὅμοια ἔχει Orib. κηβωρίω E (corr. E2) ad κιβωρίῳ schol. Paris. Orib. (II 745D,) μακρότερα Ν: μακρότερα δὲ ἢ καὶ μικρότερα E (corr. E2) δὲ (aIt.) om. Orib. E post ποσῶς distinx. Orib. 8 τὰ] τὸ N καὶ om. N πλέον N 9 δὲ om, Orib. λευκὸν om. Orib. (superscr. 02) ἔχον — μέσον om. N ἔχον δὲ Orib. E 10 στρογγύλον om. N 11 τῇ περιφερεί om. Orib. κεφαλῇ μήκωνος E ἢ μέλαν (dittogr.) Dl: μελαίνῃ orib.: μέλαινα N 12 καρπὸς μέ- λας NDi: μέλας superscr. H2: pro πλατύς hab. A πυκωός] NOrib.EDi: πυιρός PA: om. F: superscr. H2: in quo semen inuenitur latum et spissum et gustu muc- cellaginosum Dl 13 οὐ λεῖος οὐ παχύς orib. (οὐ alt. superscr. 02) μέλας] μέγας N: om. E τραχεία] παχεῖα 0rub. 14 φθινοπώρου E: φθινοπώρῳ reliqui cf. D. III 46 IV 113 δὲ] οὖν Di ῥίζα δὲ ποθεῖσα σῦν οἴνῳ A: σῦν οἴνω ποθεῖσαα HDi σῦν οἴνῳ post ὠφελεῖ colloc. reliqui δυσεντ. καὶ κοιλ. HA καὶ δυσεντερικοὺς om. NDi: post ὠφελεῖ transpos. Di at cf. Gal. l. s. οἴνῳ δὲ E) [*](16 N fol. 104: cap. om. C 17 post καλοῦσιν add. H2 (in fine cap. A) ἧς τὸ ἄνθος νούφαρα λέγεται)

142
καὶ σπλῆνα τήκει· καταπλάσσεται δὲ πρὸς στομάχου καὶ κύστεως ἀλγήματα ἡ ῥίζα καὶ ἀλφούς σμήχει σύν ὕδατι, ἀλωπεκίας τε σύν πίσσῃ ἐπιτεθεῖσα ἰᾶται. πίνεται δὲ ἡ ῥίζα καὶ πρὸς ὀνειρωγμούς· πραύνει τε γὰρ τούτους ἀτονίαν τε ἐργάζεται αἰδοίου πρὸς ὀλίγας ἡμέρας, εἴ τις ἐνδελεχῶς πίνοι· ταὐτὰ δὲ ποιεῖ καὶ τὸ σπέρμα ποθέν.