De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

137

καὶ περὶ ταύτης δὲ ἱστορεῖται τὴν μὲν μείζονα ῥίζαν ὑπʼ 2 ἀνδρῶν ἐσθιομένην ἀρρενογονεῖν, τὴν δὲ ἐλάττονα ὑπὸ γυναικῶν θηλυγονεῖν. προσιστορεῖται δʼ ἔτι καὶ τὰς ἐν Θεσσαλίᾳ γυναῖκας τὸν μὲν ἁπαλὸν βλαστὸν μετὰ αἰγείου γάλακτος ποτίζειν ὡς ἀφροδίσια συνιστάντα, τὸν δὲ ξηρὸν πρὸς ἐπίσχεσιν καὶ ἔκλυσιν τῶν ἀφροδισίων, ἀναλύεσθαί τε τὸν ἕτερον ὑπὸ τοῦ ἑτέρου ἐπιπινομένου. φύεται δὲ ἐν λιθώδεσι καὶ ἀμμώδεσι τόποις.

127 ὄρχις ἕτερος, ὃν σεραπιάδα ἔνιοι καλοῦσιν ὡς καὶ Ἀνδρέας διὰ τὸ πολύχρηστον τῆς ῥίζης. φύλλα ἔχει ἐοικότα πράσῳ, ἐπιμήκη, πλατύτερα δὲ καὶ λιπαρά, καυλὸν σπιθαμῆς, ἄνθη δὲ ὑποπόρφυρα. ῥίζα δὲ ὕπεστιν ὀρχιδίοις ὁμοία, ἥτις δύναμιν ἔχει καταπλασσομένη οἰδημάτων διασκεδαστικὴν καὶ ἑλκῶν ἀνακαθαρτικὴν καὶ ἕρπητος ἐφεκτικήν· ἀνασκευάζει δὲ [*](127 RV: σαραπιάς· οἱ δὲ ὄρχις, οἱ δὲ κυρίως ὄρχιν καλοῦ- σιν ὡς καὶ Ἀνδρέας διὰ τὸ πολύχρηστον τῆς ῥίζης.) [*](1 SIM.: (Theophr.] l. s. Pl. l. s. D. eup. II 92 (297) — eup. II 96 (300) Pl. l. s.) [*](9 SIM.: Pl. XXVI 95 (e S. N. — Crat.).) [*](9 EXC.: Orib. XII s. v. (ὄρχις — ῥμοία) cf. Gal. XII 93 (unde Aet. 1 s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 καὶ — δὲ om. N ἱστοροῦσιν οὖν N: καὶ ταύτην δὲ ἱστοροῦσιν E 2 ἀρρενογόνον εἶναι NEDi 3 θηλυγόνον EDi: om. N ἱστορεῖται N ἔτι] ὄτι libri: correxi καὶ om. N θαλασσίᾳ FHDiA (corr. A2) 4 τὸ NEDiHA (ν superscr. E2) βλαστὸν addidi cf. D. eup. II 96 (300) ὄρχεως βο- τᾶνης ὁ μείζων βλαστὸς μετὰ γάλακτος ποθεὶς ἐκτείνει, ὁ δὲ μικρὸς δι᾿ ὕδα- τος ποθεὶς ἐκλύει μετʼ ἀλίγου γάλακτος N at cf. [Theophr.] l. s. Pl. XXVII 65 5 παριστάντα ἀφροδίσια Di: πρὸς ἀφροδίσια παριστάντα E παρορμᾶν N τὸ δὲ NDi 6 ἔκκαυσιν N τὸ ἕτερον 0 ἀπὸ RVFDi 7 ἐπιπινόμενον Di λιθώδεσι] λειμώδεσιν N: κιλικία A (del. A2)) [*](9 num. cap. υμα 0: υμγ Di: ρλδ E tit. περὶ ἑτέρου ὄρχεως FHDi: om. A σεραπίδα PVFAE ἔνιοι] ἕτεροι Di: καλοῦσιν ἔνιοι FHA ἐκάλεσαν Orib.E καὶ ὡς E ὡς — ῥίζης om. Οrib. 10 τὰ δὲ ψύλλα NOrib.: τὰ ψύλλα δὲ C: τὰ ψύλλα E ἔχει ἐοικότα] ἔοικε Orib. 11 πρασίῳ EDiDl: foliis porri Pl. ἐπιμήκει A: ὑπομήκη Orib.E καὶ post ἐπιμήκη inser. E (om. δὲ post πλατ.) λιπαρά] μαλακά R (superscr. A2): sordida Dl post λιπαρὰ inser. ἐπικαμπῆ ἐν ταῖς μασχάλαις DiA (del. A2): superscr. H2 καυλὸς ROrib.E:, καυλία σπιθαμιαῖα Di 12 δὲ (pr.) om. COrib. ὑπόπυρα πορφυρᾶ Orib. δὲ (alt.) om. R ὀρχιδίῳ E: ῥαβδίοις R (superscr. A2) 14 καὶ ἕρπητος ἐφεκτικὴν om, R ἑρπητῶν V: ἑρπετῶν E (ἑρπήτων corr. E2)) [*](15 C fol. 317r: N 134 mg. add. N (m. rec.) sarapias satirion verba οἱ δὲ κυρίως — ῥίζης ex initio cap. desumpta sunt)

138
καὶ σύριγγας καὶ τὰ φ. λεγμαίνοντα παρηγορεῖ καταπλασσομένη. ξηρὰ δὲ νομάς ἵστησι καὶ σηπεδόνας καὶ τὰ ἐν στόματι κακοήθη ἰᾶται· ἵστησι δὲ καὶ κοιλίαν ἐν οἴνῳ ποθεῖσα. ἱστορεῖται δὲ καὶ περὶ ταύτης, ὅσα καὶ περὶ τῆς τοῦ κυνὸς ὄρχεως.

128 σατύριον· οἱ δὲ τρίφυλλον καλοῦσιν, ἐπειδὴ ὡς τὸ πολύ φύλλα τρία φέρει ὡς ἐπὶ τὴν γῆν κεκλασμένα, λαπάθῳ ἢ κρίνῳ ὅμοια, ἐλάττονα μέντοι καὶ ἐνερευθῆ, καυλὸν δὲ ψιλόν, μαλακόν, ὡς πήχεως, ἄνθος κρινοειδές, λευκόν, ῥίζαν δὲ βολβοειδῆ, ὅσον μῆλον, πυρράν, τὰ δὲ ἐντὸς λευκὴν ὥσπερ ᾠόν, γευομένῳ γλυκεῖαν | καὶ εὔστομον.

ταύτην δεῖ πίνειν ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ πρὸς ὀπισθότονον καὶ συνουσίαν φασὶ παρορμᾶν.

[*](128 RV: σατύριον ἕτερον· οἱ δὲ τρίφυλλον καλοῦσιν.)[*](σατύριον τὸ ἐρυθρόνιον οἱ δὲ σατύριον ἐρυθραϊκόν, οἱ δὲ μῆλον τὸ ἐν ὕδασιν, οἶ δὲ ἐντατικόν, οἱ δὲ πριαπίσκον, οἱ δὲ σατυρίσκος, οἱ δὲ ὄρχις Σατύρου, Ῥωμαῖοι τεστίκουλουμ λέπορις.)[*](5 SIM.: Pl. XXVI 97 e S. N.) XXVI 96 (ex I. B.))[*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (σατύριον — εὔστομον); Gal. XII 118 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 43, Hes. s. v. σατύριον.)[*](11 SIM.: Plin. l. s. Ruf. 429; Sor. (Cael. Aur.a.m.III 18, 175) Alex. Trall. II 496.)[*](14 SIM.: Ps. Ap. 16 (unde Ps. Orib. III 67 cf. A. Mai VII 441.)[*](2 ξηρὰ δὲ om. C δὲ ἐπιπασσομένη NE: fort. recte τὰ ἐν σηπεδόνι FHADi τὰ om, HADi: τὰς ἐν στόματι κακοηθείας RE (corr. E2) 3 ἰᾶται om. R κοιλίαν) ωομὰς R (superscr. A2) ἐν] σὺν NDi 4 καὶ (pr.) om. R αὐτῆς R τῆς om. FHDi τοῦ om. R ὀρχίας R)[*](5 num. cap. υμβ 0: υμδ Di: ρλε E tit. περὶ σατυρίου FHDi: om. A ἐπειδὴ om. N ὡς τὸ πολύ] ὡς ἐπὶ τὴν γῆν FHADi 6 τρία φύλλα ἐπὶ γῆς φέρει κεκλασμένα NE ἢ κρίνῳ om. N 7 μακρόν ψιλόν Orib.: μικρὸν ψιλὸν μακρόν E 8 μαλακόν] μικρόν N: μακρόν reliqui: correxi coll. Dl uirga lenis et mollis longa cubito uno cf. sid. l. s. ῥίζα βολβοειδής NE δὲ om. NDi 9 ὅσον] ὡς NV: ὅσον ὡς (varia lectio) E μῆλον πυρρόν NOrib. at cf. Dl radix est illi similis bulbo, rotunda ut mala, a foris rufa κατὰ δὲ τὰ ἐντὸς N: δὲ om. E λευκή N 10 γλυκεῖα καὶ εὔστομος NE 11 δεῖ πίνειν Di: δεῖ om, reliqui μέλανι καὶ N ὀπισθότονον καὶ εἰ βούλει γυναικὶ συνουσιάσαι χρῆσθαι· φασὶ γὰρ αὐτὰ (αὐτὴν Di) καὶ ὁρυὴν κινεῖν (τήν ἐπὶ συνουσίᾳ add. Di) NDi: κἂν βούλει χρῆσθαι γυναικί· πρὸς συνουσίαν γάρ φασὶν παρορμᾶν E)[*](13 N fol. 133: cap. om. C 11 N fol. 133: om. C ἐρυθρόνειον N: ἐρυ- θρδνεον Di: alii eriton uocant Ps. Ap. (L) cf. schol. Nic. Th. 74, ubi ἐρυθράδιον vocatur 15 MIAION N: μήλιον HDi: μύλιον A: correxi. radix mali formam molemque habet. satyrion iuxta mare nasci Pl. auctor est XXVI 96 ἐντατι- κόν] alii entaticon Ps. Ap. cf. Pl. l. s. πριαπικόν NDi: om. HA: correxi cf. D. III 126 16 οἱ δὲ ὄρχις Σατύρου om. AH: altera satyrios orchis cognomi- natur Pl. XXVI 96 μολλορτίκουλουμ βένερις R: υορλορτ. β. HDi: μορτυκουλούμ β. A: ab aliis testiculum leporis appellari testatur Ps. Ap. Isid. l. s.: corr. Kn.)
139

λέγεται δὲ καὶ ἐρυθραϊκὸν σατύριον, ἔχον σπέρμα λινοσπέρμῳ 2 ἐμφερές, μεῖζον δὲ καὶ στίλβον καὶ λεῖον καὶ ῥωμαλέον, ὅπερ ἱστορεῖται καὶ αὐτὸ συνουσίας ἐγείρειν ὥσπερ ὁ σκίγκος. ἔστι δὲ τῆς ῥίζης αὐτοῦ ὀ μὲν φλοιὸς ὕπισχνος καὶ πυρρός, τὸ δὲ ἔνδοθεν λευκόν, γευομένῳ εὔστομον καὶ γλυκύ. φύεται ἐν εὐηλίοις καὶ ὀρεινοῖς τόποις. ἱστορεῖται δὲ ὅτι καὶ εἰς τὴν χεῖρα ληφθεῖσα ἡ ῥίζα ἐρεθίζει πρὸς ἀφροδίσια, σύν οἴνῳ δὲ ποθεῖσα μᾶλλον.