De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

9 χυλίζειν δὲ τὰς βοτάνας ἀρτιβλάστων ὄντων τῶν καυλῶν, ὁμοίως καὶ τὰ φύλλα, ὀποὺς δὲ καὶ δάκρυα [*](20 SIM. [Theophr] h. pl. IX 14; Pl. XXVII 143 sq.) [*](1 τόποις addidi ex H 2 μὴ om. Spr. 3 ἐφθινικυῖαι F: ἐφθκυῖαι HDa 4 πολλάκις post τοιαῦτα colloc. HDa τὰ τοιαῦτα] ταῦτα FDi περὶ Da 6 αὐτῶν HDa 8 τὴν ἐν τούτοις HDa κατά γε Ald.: κατά τε QDi: κτᾶσθαι Da 9 ἀκμάζει vel ἀκμάζειν Da παρακμάζουσι H: παρακμάζει vel παρακμάζειν Da 10 τὴν βλάστης F: τῆ βλάστη Di: ἐν τῆ βλαστήσει Da ἐντετευχὼς Da μόνον post δύναται colloc. HDa 11 ὁ om. Da τὸ ἀκμάζον HDa: τι ἀκμάζον vulgo 14 ἐνίοις Di 16 ἀναγραψόντων H 18 ἐντετυχηκὼς H 20 ἔνια] μόνα libri: τινὰ coni. Bauhinus: correxi 21 οἷον om. H ὁ λευκὸς vulgo cf. D. IV 148. 162 22 ἄχρι H post τριετίας add. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον vulgo εἰσὶν F ἄχρηστα DiDa ὧν om. FDiDa 23 ἀψίνθιον σέριφον H 24 τούτων Da 26 ὄντας om. FDiDa 27 ἄρτι θλαστανόντων H: ἀρτιβλάστων reliqui: cf. D. III 48. Theophr. c. pl. II, 1, 7 28 ὁμοίως δὲ H τὰ δάκρυα H)

5
λαμβάνειν τέμνοντας ἐν ἀκμῇ ἔτι τοὺς καυλούς, τὰς δὲ εἰς ἀπόθεσιν ῥίζας καὶ χυλίσματα καὶ φλοιοὺς ἀφαιρεῖν ἀρχομένων φυλλορροεῖν τῶν βοτανῶν· καὶ τὰς μὲν καθαρὰς αὐτόθεν ξηραίνειν ἐν τόποις ἀνοτίστοις, τὰς δὲ μετεχούσας γῆς ἢ πηλοῦ πλύνειν ὕδατι. ἀποτίθεσθαι δὲ καὶ ἄνθη καὶ ὅσα εὐώδη τυγχάνει ἐν κιβωτίοις φιλυρίνοις ἀνοτίστοις, ἔστι δ᾿ ὅτε καὶ ἐν χάρταις ἢ φύλλοις χρησίμως περιδεῖται πρὸς συμμονὴν τῶν σπερμάτων. πρὸς δὲ τὰ ὑγρὰ φάρμακα ἁρμόσει ὕλη πᾶσα ἐξ ἀργύρου ἢ ὑάλου ἢ κεράτων γεγενημένη, καὶ ὀστρακίνη δὲ ἡ μὴ ἀραιὰ εὔθετος, ξυλίνων δὲ ὅσα ἐκ πύξου κατασκευάζεται. τὰ δὲ χαλκᾶ ἀγγεῖα ἁρμόσει πρὸς τὰ ὀφθαλμικὰ ὑγρὰ καὶ ὅσα δι᾿ ὄξους ἢ πίσσης ὑγρᾶς ἢ κεδρίας σκευάζεται· στέατα δὲ καὶ μυελοὺς ἐν κασσιτερίνοις ἀποτίθεσθαι.

1 ἶρις Ἰλλυρικὴ φύλλα φέρει ὅμοια ξιφίῳ, μείζονα δὲ καὶ πλατύτερα καὶ λιπαρώτερα, ἄνθη ἐπὶ καυλῶν παράλληλα, ἐπικαμπῆ, ποικίλα· ἢ γὰρ λευκὰ ἢ ὠχρὰ ἢ μήλινα ἢ πορφυρᾶ ἢ κυανίζοντα ὁρᾶται, ὅθεν διὰ τὴν ποικιλίαν ἀπεικάσθη Ἴριδι [*](1 RV: ἶρίς· οἱ δὲ ἶρις Ἰλλυρική, οἱ δὲ θαλπεινή, οἱ δὲ οὐρανία, οἱ δὲ καθαίρων, οἱ δὲ Θαυμαστίς, Ῥωμαῖοι ῥάδιξ μουτῇ) [*](14 SIM. Theophr. h. pl. IV 5, 2; IX 7, 3; de caus. VI 18, 12; de od. 21. 32; Pl. XXI 40 sq. 140 (e S. N.) cf. Ath. XV 681f.) [*](14 EXC. Drib. XI s. v. (ἶρις — γίνονται); Paul. Aeg. VII 3 s. v.; Ps. Orib. de simpl. III 43 (e Dl ~ A. Mai VII 431); Isid. XVII 9, 9.) [*](1 τέμνονας F: τέμνοντα H ἔτι H: om. reliqui: ὄντας coni. Sar. cf. D. III 70 2 φλοιῶν ἀφαιρέσεις HSar. 3 αὐτόθι FDiDa: αὐτόθεν post ξηρ. colloc. H 5 ἰνώδη H: ὲρνώδη F 6 φιλλυρίνοις HDa ἔστι δὲ ἃ H ἐν ante χάρταις om. H χάρτη DiDa: χάρταις χρησίμως H 7 διαμονὴν H 8 πᾶσα ἡ (om. p) πυκνὴ HDi 9 ὑέλου HDi: ὑάλων Da γινομένη H 10 καὶ post εὔθετος add. H ξυλίνη DiDa 11 ὀφθαλμικὰ φάρμακα καὶ ὑγρὰ H: ὀφθαλμικὰ καὶ (add. sec.) ὑγρὰ φάρμακα Di 12 κατασκευάζεται Di: ἀποσκευάζεται H 13 κασσιτηρίνοις F: κασιτηρίνοις Di: κασιτερίνοις Da ἀγγείοις add. HDi δεῖ post ἀποτίθεσθαι add. HDi cf. Kühner Gr.3 II 2, 22) [*](14 num. cap. ᾱ QDiDl post ἶρις e R add. οἱ δὲ — ὠνόμασται Di φύλλα δὲ RDi 15 καὶ λιπαρώτερα om. H, post ἄνθη add. δὲ λιπαρώτερα λιπαρώτερα] μελανότερα Da καυλῷ QDiDa: κλωνίων R: in summis caulibus Orib. lat.: ἐπίκαυλα coni. Marc.: correxi παῤ ἄλληλα F 16 ἢ] partim cf. Pl. XXI 41 post λευκὰ add. ἢ ὠχρὰ HDiDaOrib. lat.: ὠχρὰ super μήλινα scr. F: om. Dl: seclusi μήλινα] μέλανα HOrib. lat. quod probat Sar.) [*](18 C fol. 148r: N 42 post ἰλλυρική add. ὁμοίως N θαλπεινή scripsi propter effectum: θελπηδη C: θελπελγ N: θελπίδη HDi: θαλπίδη coni. Mere. 19 θαυμαστις C: θαυμαστός NDi: θαυμαστή H: correxi cf. Plat. Theaet. 155 d μουρίκα libri: correxi coll. Pl. XX 262 muricatis cacuminibus (de carduo))

6
οὐρανίᾳ. ῥίζαι δὲ ὕπεισι γονατώδεις, στερεαί, εὐώδεις, ἃς δεῖ μετὰ τὴν τομὴν ξηράναντας ἐν σκιᾷ καὶ διείραντας λίνῳ ἀποτίθεσθαι. ἔστι δὲ βελτίων ἡ Ἰλλυρικὴ καὶ Μακεδονική, καὶ ταύτης ἀρίστη ἡ πυκνόρριζος καὶ ὑποκόλοβος καὶ δύσθραυστος καὶ τῇ χρόᾳ ὑπόκιρρος καὶ σφόδρα εὐώδης καὶ τῇ γεύσει πυρω δεστέρα τήν τε ὀσμὴν εἰλικρινὴς καὶ μὴ νοτίζουσα πταρμούς τε ἐν τῷ κόπτεσθαι κινοῦσα. ἡ δὲ Λιβυκὴ λευκή τέ ἐστι τὴν χρόαν τῇ τε γεύσει πικρά, δευτερεύουσα δὲ τῇ δυνάμει. παλαιούμεναι δὲ τερηδονίζονται, εὐωδέστεραι μέντοι τότε γίνονται.