De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

129 περσα ία δένδρον ἐστὶν ἐν Αἰγύπτῳ, καρπὸν φέρον ἐδώδιμον, εὐστόμαχον, ἐφ᾿ οὗ καὶ τὰ λεγόμενα κρανοκόλαπτα φαλάγγια εὑρίσκεται, μάλιστα δὲ ἐν τῇ Θηβαίδι.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα λεῖα ἐπιπαττόμενα ξηρὰ αἱμορραγίας ἱστᾶν. τοῦτο δὲ ἱστόρησάν τινες ἐν Περσίδι ἀναιρετικὸν εἷναι, μετατεθὲν δὲ εἰς Αἴγυπτον ἀλλοιωθῆναι καὶ ἐδώδιμον γενέσθαι.

[*](12 SΙM. Theophr. h. pl. ΙV 2, 5 ΙΙΙ 3, 5. PI. XV 45 sq. XIII 63; Strab. XVII 822. 823; Diod. I 34, Plut. de Is. et Dsir. 68; Paus. V 14, 3; schol. Nic. Th. 64; Al. 101 cf. Drib. I 581 (Dar.))[*](12 EXC Oribb. XII s. v. (περσαία — αἰγύπτῳ); Gal. ΧΙΙ 97 (unde Aet. Ι s. v. aliis aliunde additis. Paul. Aeg. VII 8 s. v.) Gal. VI 617.)[*](1 ἐγκλύζονται Di 5 σὺν ὕδατος κυάθῳ εροσφάτως διυλισμένη Di: σὺν ὕδατι ῖσα (= ὕδτος ᾶ) κυάθῳ τῆς εροσᾳἀτου (προσχάτως Η) διυλισμένηε (δμλνσμένης F) Q: datur cyato uno Dl: correxi 7 βοηθεῖ διδομένη om. 8 σπαστικοῖς F: σπέσμασι reliqui)[*](12 num. cap. ρκθ QDi: ρμα΄ DI περσαία F (περσέα ind.): περσέα reliqui 13 κρανιόκομο F: craniocolla Dl, cf. schol. Nic. Th, 764 15 ἐπτλαττόμενα HDi αἱμορραγίαν HDi 18 in fine add. Di cap. de lberide cf. II 174 subscr. τέλος τοῦ πρώτου λόγου Η: πεδακίου διοσκουρίδου ἀναζερβέωε περὶ ὕλης ἰατρικῆς λόγος πρῶτος F)
121

Ἐν μὲν τῷ πρὸ τούτου βιβλίῳ, φίλτατε Ἄρειε, ὄντι πρώτῳ τῶν περὶ ὕλης ἰατρικῆς ἡμῖν συντεταγμένων, παρεδώκαμεν τὸν περὶ ἀρωμάτων καὶ ἐλαίου καὶ μύρων καὶ δένδρων καὶ τῶν γεννωμένων ἐξ αὐτῶν ὀπῶν τεκοὶ δακρύων καὶ καρπῶν λόγον, ἐν δὲ τούτῳ δευτέρῳ ὄντι ἐπελευσόμεθα περί τε ζῴων καὶ μέλιτος καὶ γάλακτος καὶ στέατος καὶ τῶν λεγομένων σιτηρίων, ἔτι δὲ λαχάνων, ὑποτάξαντες αὐτοῖς ὅσα δριμείᾳ τῶν βοτανικῶν κέχρηται δυνάμει διὰ τὸ συγγένειαν ἔχειν αὐτά, ὥσπερ τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρόμυα καὶ νᾶπυ, ἵνα μὴ διαζευχθῇ τῶν ὁμογενῶν ἡ δύναμις.

1 ἐχῖνος θα λά σσιος εὐστόμαχος, εὐκοίλιος, οὐρητικός, οὗ τὸ ὄστρακον ὠμὸν μείγνυται χρησίμως τοῖς πρὸς τὰς ψώρας ἁρμόζουσι σμήγμασι, κεκαυμένον δὲ καθαίρει τὰ ῥυπαρὰ ἕλκη καὶ καταστέλλει τὰ ὑπερσαρκοῦντα.

2 καὶ τοῦ χερσαί ίου δὲ ἔχίνου τὸ δέρμα καὲν πρὸς ἀλωπεκίας μετὰ πίσσης ὑγρᾶς καταχριόμενον ἁρμόζει. ἡ δὲ σάρξ [*](11 SΙΜ. Diph. (Ath. III 91a); Ael. n. a. XIV 4 — Pl. XXXII 127 D. eup. I 186 (192) Ael. 1. s. — eup. I 189 (198).) [*](13 EXC. Gal. XII 355: ἔνιοι γοῦν μὐτῷ πρός τε τὰ ὑπερσαρκήσαντα καὶ τὰ ῥνπαρὰ τῶν ἑλκῶν ἐχρήσαντο. cf. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](15 SIM. Asclep. (Gal. ΧΙΙ 413); Ael. n. a. XIV 4; D. eup. I 95 (140); II 102 (303); II 63 (277); I 229 (212).) [*](15 EXC. Gal. XII 321: ἔγραψαν δὲ καὶ ἄλλων ζῴων ἔνιοι σάρκας ὠφεῖεν ἐσθιομένας τε καὶ κατὰ πεπονθότων μερῶν ἐπιτιθεμέναε, σἷον τὴν τοῦ χερσίου ἐχίνου σκελετευθεῖσαν, εἰ ποθείη, ἐλεφαντιῶσιν καὶ καχέκταις καὶ σπασμώδεσιν καὶ νεφριτικοῖς, ἔτι τε τοῖς τὸν ἀνὰ σάρκα προσαγορευόμενον ὕδερον ἔχουσιν.) [*](1 tit. πεδακίου διοσκουρίδου ἀναζαρβέως περὶ ὕλης ἰατρικῆς λόγος δεὑτερος QDi 2 μὲν om. Di πρὸ τούτου] πρώτῳ HDi ἰατρικῆς add. Treu 8 δριμέᾳ F: δρκέα reliqui 9 σκόροθα HDi 10 κρόμμυα HDi) [*](11 num. cap. ρλ QDi tit. περὶ ἐχίνου F: περὶ ἐχίνου θαλασσίου reliqui θμλάττιος HDi 12 post χρησίμως add. ῥπτηθὲν Di: cuius corium crudum miscetur medicaminibus Dl 13 μίγμασι Q) [*](15 num. cap. ρλα QDi tit. περὶ ἐχίνου Q: περὶ ἐχίνον χερσαου Di)

122
σκελετευθεῖσα καὶ πινομένη μετὰ ὁξυμέλιτος βοηθεῖ νεφριτικοῖς καὶ τοῖς ὑπὸ σάρκα ὕδρωψι καὶ σπασμώδεσιν, ἐλεφαντιῶσι, καχέκταις. ξηραίνει δὲ καὶ τοὺς περὶ τὰ σπλάγχνα ῥευματισμούς. καὶ τὸ ὖπαρ δὲ αὐτοῦ ξηρανθὲν ὑπ ὀστράκου ἡλιοκαύστου καὶ ἀποτεθὲν πρὸς τὰ αὐτὰ ὁμοίως διδόμενον ἁρμόζει.

3 ἱππόκαμπος θαλάσσιόν ἐστι ζῷον μικρόν, οὖ καέντος ἀναλημφ θεῖσα ἡ τέφρα πίσσῃ ὑγρᾶ ἢ ὀξυγγίῳ ἢ ἀμαρακίνῳ μιύρῳ καὶ καταχρισθεῖσα ἀλωπεκίας δασύνει.

4 πορφύρα καεῖσα δύναμιν ἔχει ξηραντικήν, θμηκτικὴν ὀδόντων, ὑπερσαρκιυμάτων δὲ κατασταλτικήν ἀνακαθαρτικὴν ἑλκῶν καὶ ἀπουλωτικήν.

τὰ δὲ αὐτὰ ποιοῦσι καὶ οἱ κ ἡρυκες καέντες, καυστικώτεροι ὄντες, ἐὰν δέ τις ἁλῶν πληρώσας αὐιοὺς ἐν ὠμῇ χύτρᾳ πάλιν καύσῃ, ἁρμόζουσι πρὸς σμῆξιν ὀδόντων καὶ κατακαύματα ἐπιπλασθέντες. ἐᾶν δὲ δεῖ ἀποστρακοῦσθαι τὸ φάρμακον ἀπουλωθέντος γὰρ τοῦ κατακαύματος αὐτόματον ἀποπίπιει.

2 γίνεται δὲ καὶ ἄσβεστος ἐξ αὐιῶν, ὡς ὑποδείξομεν ἐν τῷ περὶ ἀσβέστου λόγῳ (V 132).

κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν πορφυρῶν καὶ κηρύκων μέσα, περὶ ἃ ἡ ἕλιξ ἐστὶ τοῦ ὀστράκου. καίεται δὲ ὁμοίως, [*](7 SIM. Zop. (Oriab. II 578); D. eup. 1 95 (140); Pl. XXXII 57; Archig. (Gal. XII 406); Asclep. (Gal. XII 413).) [*](1 EXC. Gal. XII 362: καὶ τὸν ἱππόκαμπον δὲ τὸ θμλάττιον ζῷον ὅλον καυθὲν ἔγραψάν τίννες ἀλωπεκίας ὠφελεῖν . . . μειγνδύουσι δʼ αὐτὴν τινὲ ς μὲν ἀμαρακίν ῳ μύρῳ, τινὲς δʼ ὐγρᾷ πίσσῃ, τινὲς δὲ παλαιῷ στέατι ὐός (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](10 SIM. Pl. XXXII 68.) [*](10 EXC. Gal. XII 344.) [*](13 SIM. Zop. (0rib. Π 579 Pl. XXXII 98 — Pl. 1. s. 82 D. eup. I 76 (132) — eup. I 178 (187).) [*](13 EXC cf. Gal. XII 344.) [*](4 ἐπʼ δστράκου ἡλιοκαοῦς Di cf. Ael. l. a. 6 ἁρμόζει διδόμενον Di) [*](7 num. cap. ρλβ QDi tit. περὶ ἰπποκάμπου QDi) [*](10 num. cap. ρλγ QDi tit. περὶ πορφύρας QDi 11 ὐπερσερκαωμάτων δὲ κατασταλτικήν om. Q, at cf. Dl pluri carni id est vulneri in ncongrua creberil 12 καὶ om. HDi post ἀπουλω τμιήν cap. 7 non recte transpos. Samb. 13 tit. περὶ κηρύκων (cap. num. om.) Di τὰ αὐεὰ δὲ Di εἰσὶ δὲ μἅλλον κανστικί Di 14 αὐτοὺς πληρώσας Di πάλιν om. Di 16 μετὰ δὲ τὴν ἀπούλωσιν τοῦ τραύματος Di 17 αὐτόματον] μὐεὸ Di 20 ἰόνια HDi: ἰκίονα F (e ΛΟΓωΙΚΙΟΝΙΑ in archet. scripto natum): ρλγ΄ κμόνια F (ind.) κηρύκων καὶ πορρνρῶν HDi 21 ἅ] σἷς HDi: οἶς ἃ (var. lect.) F)

123
δύναμιν ἔχοντα καυστικωτέραν τῶν κηρύκων καὶ τῆς πορφύρας διὰ τὸ ἐπιπιέζειν αὐτῶν τὴν φύσιν. αἱ δὲ σάρκες τῶν κηρύκων εὔστομοι καὶ εὐστόμαχοι, κοιλίαν δὲ οὐ μαλάσσουσιν.