De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

61 κιναμώμινον δὲ ἔκ τε ἐλαίου βαλανίνου καὶ στυμμάτων ξυλοβαλσάμου, καλάμου, σχοίνου, ἡδυσμάτων δὲ κιναμώμου, [*](6 SIM. Pl. XIII 4. 5. 8; Gal. XIX 70.) [*](6 EXC. Aet. I s. v. ἔλαιον Μενδήσιον (═ Nic. M. XVI 26); Paul. Aeg. VII 18 (f. 291) Zach. m. m. VI 10 (123).) [*](12 SIM. Theophr. de od. 29. 14; Pl. XIII 17 cf. XII 68; Ath. XV 688c. 689bsq.) [*](12 EXC. Orib. XII s. v. (στακτὴ — μύρων); Orib. t. V 78 D. s. v. σμύρνα στακτή; Aet. I s. v.; Zach. m. m. VI 10 (123).) [*](19 SIM. Pl. XIII 15 (e S. N.).) [*](1 συνσήπει F: συσσήπει Zach. l. s.: σὺν σηπταῖς reliqui 2 ὀπισθοτονικοὺς καὶ σπωμένους DlZach. l. s. 6 mg. add. περὶ μενδησίου Di: nov. cap. (ξε΄) inc. Dl τε H: τοῦ reliqui, cf. D. I 61 7 μετὰ τὸν om. Q (spatio relicto) 9 γὰρ] δὲ Da φυνεψημένα libri: συνεψηγμένα Ald. cf. Paul. Aeg. l. s. 10 καὶ — ἐπιτεταμένην om. HDiDa) [*](12 num. cap. ξ QDi: ξ𝔮 Dl τῆς om. Di μυρίνης Orib. (corr. O2) 13 ἀποτεθλιμμένου QDiDa: ἀποτεθλιμμένης Orib.AetZach. 14 δὲ Orib.: τε libri πολ. οὗσα καὶ καθʼ ἑαυτὴν μύρον καλούμενον Aet. καὶ (alt.) om. Orib.: seclusi (dittogr.) οὗσα καθʼ αὑτὴν Orib. αὑτὴν H 15 οὗσαν Di τὸ καλοὑμενον om. Orib. ἡ] ὁ F 16 ἐλαί libri: ἐλαίου Aet.Orib. V 78 Zach.: correxi πλείστην—μύρων om. Da οὗσα θερμαντική, ἀναλογοῦσα H οὗσαν om. Orib.Aet.) [*](19 num. cap. ξα QDi: ξζ΄ Dl κιναμώμινον F: κινναμώμινον reliqui τε libri: τοῦ Spr. 20 καλάμου om. H δὲ] τε H: om. Da)

56
βαλσάμου καρποῦ, σμύρνης τετραπλασίονος παράὰ τὸ κινάμωμον σκευάζεται· μείγνυται δὲ καὶ μέλι εἰς τὴν φύρασιν. δόκιμον δέ ἐστι τὸ μὴ δριμύ, μαλακὸν δὲ τῇ ὀσμῇ καὶ παρεμφαῖνον σμύρνης, παχύ τε καὶ εὐῶδες ἄγαν, τῇ γεύσει πικρόν. τὸ γὰρ τοιοῦτον οὐκ ἐκ ῥητίνης ἀλλʼ ἐκ σμύρνης ἔχει τὸ πάχος· ἡ γὰρ ῥητίνη οὐ προσδίδωσι πικρίαν οὐδὲ εὐωδίαν.

δύναμιν δὲ ἔχει σφόδρα δριμεῖαν καὶ θερμαντικὴν καὶ 2 πικράν. ἀναστομοῖ γοῦν θερμαῖνον καὶ διαφορεῖ καὶ διαχεῖ καὶ ἐπισπᾶται ὑγρὰ καὶ πνεύματα· ἔστι δὲ καρηβαρικόν. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς τὰ περὶ μήτραν σὺν ἐλαίῳ διπλασίονι καὶ κηρῷ καὶ μυελῷ. οὕτως γὰρ ἀποβάλλει τὸ πολὺ τῆς δριμύτητος καὶ γίνεται μαλακτικόν· ἄλλως γὰρ συγκαίει καὶ σκληρύνει βιαιότατα πάντων τῶν παχέων μύρων. ποιεῖ καὶ τρὸς σύριγγας καὶ σῆ πας ἐναργῶς καὶ πρὸς ὑδροκήλας καὶ ἄνθρακας καὶ γαγγραίνας σὺν καρδαμώμῳ, πρός τε ῥίγη τὰ περιοδικὰ καὶ πρὸς τρόμους καὶ τοὺς ὑπὸ τῶν ἰοβόλων θηρίων δακνομένους ἐν συγχρίσματι, ἐπίθεμά τε σκορπιοπλήκτοις καὶ φαλαγγιοδήκτοις σὺν ὀλύνθοις λείοις.

62 νάρδινον δὲ μύρον ποικίλως σκευάζεται διὰ τοῦ μαλαβαθρίνου φύλλου καὶ δίχα τούτου. ὡς τὸ πολὺ δὲ μείγνυται τῷ βαλανίνῳ ἐλαίῳ ἢ ὀμφακίνῳ, πρὸς μὲν τὴν στύψιν τοῦ ἐλαίου σχοῖνος, πρὸς δὲ τὴν εὐωδίαν βάλλεται κόστος, ἄμωμον, νάρδος, σμύρνα, βάλσαμον. ἐστι δὲ χρηστὴ ἡ λεπτή, μὴ δριμεῖα, ἔχουσα τὴν εὐωδίαν τῆς ξηρᾶς νάρδου ἢ ἀμώμου.

δύναμις δὲ αὐτῆς λεπτυντική, δριμεῖα, σμηκτική, θερμαντική. ὑγρὰ δέ ἐστι καὶ οὐ γλοιώδης, ἐὰν μὴ ῥητίνην ἔχῃ. σκευάζεται [*](19 SIM. Theophr de od. 28. 33. 38. 42; Pl. XII 15 (e S. N.); Aet. I s. v. Zach. m. m. VI 10 (105) cf. Gal. X 791; Apoll. (Ath. XV 688e).) [*](1 καρπ F σμύρνης τε (dittogr.) Di 3 μὴ om. Da 4 ἄγαν δὲ Spr. 8 γοῦν] γὰρ Da θερμαίνουσα libri: corr. Sar. 10 κηρωτῇ Da: cerae Dl 11 ιὕτως F: οὕτω reliqui 12 συσκληρύνει Da βιαιότατον βιαιοτα(τ superscr.) F (var. lect.): βιαιότατα om. Di 13 σηπτὰς Q: σήπτας Da: σῆπτας Di: corr. Sar. coll. D. I 58, Erot. 114, 15 14 ἄνθρακας ἐναργῶς F 16 ἀπὸ libri: correxi θηρίων om. H 18 λείοις libri: παρατετριμμένοις Spr. 19 num. cap. ξβ QDi: ξη΄ Dl δὲ om. HDiDa μαλαβάθρου φύλλα Da: μαλαβαθρίνου μύρου H: μαλαβαθρνου Spr., at cf. Dl conficitur cum folio malabatri et sine isto miscetur (foliatum a Pl. l. s. appellatur) 21 ἐλαίῳ] μύρῳ H 22 βάλλεται FDl: om. reliqui κόστος om. H νάρδον HDiDa 23 σμύρνα om. Da χρηστὴ i. e. νάρδοε (unguentum nardinum) 25 αὐτῇ HDa post σμηκτκή add. ἀραιωτικὴ ὑγρῶν DiDa 26 οὐ om. Da)

57
δὲ καὶ λιτὴ δι᾿ ὀμφακίνου ἐλαίου καὶ σχοίνου καὶ καλάμου καὶ κόστου καὶ νάρδου.

63 τὸ δὲ μαλαβάθρινον ἔχει μὲν στύμματα ἃ καὶ ἡ νάρδος, σμύρνης δὲ πλεῖον· διὸ καὶ γίνεται θερμαντικόν, ἀναλογοῦν τῷ κροκίνῳ καὶ ἀμαρακίνῳ τὴν δύναμιν.

64 σμύρνα δάκρυόν ἐστι δένδρου γεννωμένου ἐν Ἀραβίᾳ, ὁμοίου τῇ Αἰγυπτιακῇ ἀκάνθῃ, οὗ ἐγκοπτομένου ἀπορρεῖ τὸ δάκρυον εἰς ὑπεστρωμένας ψιάθους, τὸ δὲ τῷ στελέχει περιπήγνυται. καὶ λέγεται δὲ αὐτῆς ἡ μέν τις πεδιάσιος λιπαρά, ἧς πιεζομένης ἡ στακτὴ λαμβάνεται, ἡ δέ τις Γαβιρέα λιπαρωτάτη ἐν εὐγείοις καὶ λιπαροῖς τόποις γεννωμένη, ἣ καὶ πολλὴν ἀνίησι τὴν στακτήν. πρωτεύει δὲ ἡ Τρωγλοδυτική, καλουμένη ἀπὸ τῆς γεννώσης αὐτὴν χώρας, ὑπόχλωρος οὖσα καὶ δηκτική, διαυγής· λέγεταί τις καὶ λεπτή, μετὰ τὴν Τρωγλοδυτικὴν ἐναριθμουμένη, ἐνάπαλος οὖσα ὡς τὸ βδέλλιον, ὑπόβρωμος τῇ ὀσμῇ, ἐν εὐηλίοις τόποις γεννωμένη.