De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

11 φοῦ, οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἀγρίαν νάρδον καλοῦσι· γεννᾶται μὲν ἐν Πόντῳ, φύλλα δὲ ἐλαφοβόσκῳ ἢ ἱπποσελίνῳ παραπλήσια ἔχει, καυλὸν πηχυαῖον ἢ μείζω, λεῖον, τρυφερόν, ἐμπόρφυρον, μεσόκοιλον, διειλημμένον γόνασιν, ἄνθη πρὸς τὰ τοῦ ναρκίσσου, [*](πλασσόμενα ὠφελεῖ κεφαλαλγίας καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ αἰγίλωπας ἀρχομένους καὶ μαστοὺς ἐκ τόκων φλεγμαίνοντας καὶ ἐρυσιπέλατα· ἔστι δὲ καὶ ὑπνοποιὸς ἡ ὀσμή.) [*](6 SIM. Scrib. L. 110 Pl. XXI 134 D. eup. II 112 (312) — Pl. l. s. eup. II 63 (278) — Pl. l. s. eup. II 76 (287) — Pl. XXI 134.) [*](12 SIM. Pl. XII 45. XXI 136 (e S. N.).) [*](12 EXC. Orib. XII s. v. (φοῦ — βρωμώδους); Isid. XVII 9, 7 (ubi olusatro corrige); Gal. XII 152 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 πορφυροῦν] κυανοῦν QDa: πορφνρᾶ Di: πορφυροῦν Orib.Dl Pl. l. s. Isid. l. s. ὑοσκυάμου F: ὑοσκυάμω HDiDa: ὑοσκυάμῳ ἢ Orib. 2 ἐμφερῆ Di post ἐμφερές syn. e R add. H ᾧ] οὗ Orib.: οἷς Di post γιγάρτῳ e R interpol. ἔχον καυλία — ἀραιά Di δὲ om. FDiDa 3 πλατεῖαι Orib. (γ superscr. O2) 4 post εὐώδεις e R interpol. ἐοίκυῖαι — ὀσμή, deinde Crateuae frg. e C (cf. Well. I 6) add. his verbis καὶ κρατεύας ῥιζοτομικὸς εἰς τὸ αὐτό κτλ. Di 6 quae de virtute medica profert D. e Cratena fluxerunt ἁρμόζουσαι H 7 post χρονί e R add. καὶ βηχί HDa δὲ om. H μετὰ δὲ HDa 8 καὶ ἀντιδότοις Crat. δὲ (alt.) om. Di 10 πλεῖοτον Orib. ἐν (alt.) om. Di 11 ἐν om. QDiDa: del. O2 οὐεστίνοις Orib. (ἰουστίνοις corr. O2): ἰουστίνοις FDa: ἰουστήνη HDi post ἰταλίας interpol. e R ἡ δὲ ῥίζα τοῦ τοιούτου (αὐτοῦ Da) βοηθεῖ ῥήγμασι — ὀσμή HDa) [*](12 num. cap. ια QDi: θ΄ Dl τὸ λεγόμενον παῤ ἰταλοῖς βαλεριάνα add. H καὶ τοῦτο om. Orib. 13 μὲν Orib. HDiDa: δὲ F folia hellebori similia vel ypposelinu Dl 14 πορφυροῦν Orib. 15 ἄνθη δὲ φέρει Orib. τοῦ ναρκίσσου libri Orib.Dl. τοῦ κισσυῦ coni. nescio quis: τῆς νάρδου Spr.: suspectum) [*](16 κεφαλαλγίαν C καὶ (pr.) om. CDiDa 18 ὀσμή R: κόμη reliqui)

16
μείζονα δὲ καὶ ἐν τῷ ὑπολεύκῳ διαπόρφυρα· ῥίζα δὲ ἡ μὲν ἀνωτέρω περὶ δακτύλου μικροῦ τὸ πάχος, πλάγια δὲ ὑπόρριζα ἔχει καθάπερ σχοῖνος ἢ μέλας ἐλλέβορος, ἀλλήλοις ἐπιπεπλεγμένα, ὑπόξανθα, εὐώδη, ναρδίζοντα τῇ ὀσμῇ μετά τινος βάρους βρωμώδους.

2 δύναται δὲ θερμαίνειν, οὖρα κινεῖν ξηρὰ ποτιζομένη. καὶ τὸ ἀπόζεμα δὲ αὐτῆς τὸ αὐτὸ δύναται ποιεῖν καὶ πρὸς πλευρᾶς πόνον, ἔμμηνά τε ἄγει καὶ ἀντιδότοις μείγνυται.

δολοῦται δὲ ὀξυμυρσίνης ῥίζης παραμειγνυμένης. εὐχερὴς δὲ ἡ ἐπίγνωσις αὐτῆς ἐστι· σκληραὶ γάρ εἰσιν αὗται καὶ δύσθραυστοι, δίχα εὐωδίας.