Sententiae
Moschion Gnomologus
Moschion Gnomologus. Epicteti Dissertationes ab Arriano digestae. Schenkl, Heinrich, editor. Leipzig: Teubner, 1916.
1. 2. = Stob. (C) 4. 7.
3. Φίλον ἐκεῖνον νόμιζε ὅστις [σ]αὐτόν σε ἀλλὰ μὴ τὰ περί σε ἀγαπᾷ.
Max. 6.
4. βέλτιον πολλὰ χρήματα ἀπολέσαντα ἕνα φίλον κτήσασθαι ἢ ἕνα φίλον ἀπολέσαντα πολλὰ χρήματα κτήσασθαι.
Max. 6.
5. = Stob. Vat. (D) 8.
6. Τὸ μὲν εἰς ἀχάριστον ἀναλῶσαι ἐπιζήμιον, τὸ δὲ εἰς εὐχάριστον μὴ ἀναλῶσαι βλαβερόν.
Max. 8.
7. = Stob. (C) 36a.
8. Σώφρων ἐστὶν οὐχ ὁ τῶν κωλυομένων μὴ ἁπτόμενος, ἀλλʼ ὁ τῶν συγχορουμένων φειδόμενος.
Μοσχ. ὑπ. (F) 6 (Max. 3). — Stob. (flor.) III, 17, 17 (Ἀριστίππου).
9. 10. 11. = Stob. (C) 13b. 15. 27.;
12. = Stob. Vat. (D) 5.
13. Αἱροῦ πάντα τὰ θνητὰ καὶ γήινα ἀπολέσαντα ἕνα ἀθάνατον καὶ οὐράνιον κτήσασθαι.
Max. 53.
14. Ὁ πλουσίῳ χορηγῶν οὐδὲν διαφέρει τοῦ εἰς θάλασσαν ὕδωρ ἐκχέοντος.
Max. 8.
15. = Stob. (C) 53.
16. Τὸ ὑπὸ πολλῶν διαβάλλεσθαι κακῶν οὔτε ἀληθὲς οὔτε βλαβερόν, τὸ δὲ ὑφʼ ἑνὸς ἀγαθοῦ ψέγεσθαι καὶ ἀληθὲς καὶ λυσιτελές.
Max. 10.
17. Ἀρχῆς καταβληθείσης κακῆς καὶ τὸ τέλος παρέπεται ὅμοιον. cf. Stob. III, 4, 11 (Eurip. fr. 32 N2).
18. Ταῖς νόσοις ὁ θάνατος ἀλλήλαις ἐπικαταλαμβανούσαις οὐδʼ αὐτὸς παρεῖναι ἀναβάλλεται.
Max. 36.
19. Ὃν ἡ τύχη προπηλακίζει, καὶ παρὰ τῶν πρᾴων οὗτος μάστιγας εὑρίσκει.
Max. 18 (Anton. I 70); Παροιμίαι Αἰσώπου (in app. ad. Arsenii Violeyum ed. Walz; Paroem. Gr. II, 229) 13.
20. Ἐν οἷς πλήττειν ἄλλους ἐθέλεις, ἐν τούτοις βλάβην ἔλπιζε τὴν μείζονα.
Max. 66.
21. Ἀπαλλαγεὶς εἵνεκα ὀχλήσεως κέρδος ἡγεῖται ὁ ἄνθρωπος τὴν ζημίαν.
Max. 21.
22. Ἕπεσθαι τοῖς τερπνοῖς εἴωθε καὶ τὰ λυπηρά.
Max. 28.
23. Τὴν πενίαν ὁ σώφρων καρτερίᾳ καὶ γενναιότητι τιμῶν πλούτου τιμιωτέραν ἀποφαίνει.
Max. 12.