Iambi

Callimachus

Callimachus. Callimachus and Lycophron. Mair, A. W., Mair, G. R., editors. London: William Heinemann, 1921.

Σόλων· ἐκεῖνος δ’ ὡς Χίλων’ ἀπέστειλεν.

Choeroboscus ap. Cramer. Anecd. Ox. ii. 277. 10

Χίλῶν . . εὕρηται καὶ ἐν συστολῇ παρὰ Καλλιμάχῳ, οἷον Σόλων κτλ.

πάλιν τὸ δῶρον ἐς Θάλητ’ ἀνώλισθεν.

Choerobosc. ap. Bekker. Anecd. 1380.E.M. s.v. Θάλης.

Θάλης με τῷ μεδεῦντι Νείλεω δήμου δίδωσι, τοῦτο δὶς λαβὼν ἀριστεῖον.

Diog. Laert. i. 29.

ἐς τὸ πρὸ τείχευς ἱρὸν ἁλέες δεῦτε, οὗ τὸν πάλαι Παγχαῖον ὁ πλάσας Ζᾶνα γέρων ἀλάζων ἄδικα βιβλία ψήχει.¹

Plutarch. De plac. philos. i. 7 (Moral. 880 E)

τὸν δ’ Εὐήμερον καὶ Καλλίμαχος ὁ Κυρηναῖος αἰνίττεται ἐν τοῖς Ἰάμβοις γράφων·
εἰς τὸ πρὸ κτλ. Cf. schol. Tzetz. Allegor. Cramer, Anecd. Ox. iii. p. 380, E.M. s.v. ἀλές, etc.

τὴν ὡγαμέμνων, ὡς ὁ μῦθος, εἵσατο, τῇ καὶ λίπουρα καὶ μονωπὰ θύεται.

Schol. Aristoph. Av. 873

Εὐφρόνιος δέ φησιν ὅτι ἐν Ἀμαρύνθῳ ἡ Κολαινὶς διὰ τὸ τὸν Ἀγαμέμνονα θῦσαι αὐτῇ ἐκ τοῦ κηροῦ κριὸν κόλον· ἐπὶ ταύτης δὲ Καλλίμαχος λέγει·
τὴν κτλ.

οὐ γὰρ ἐργάτιν τρέφω τὴν Μοῦσαν, ὡς ὁ Κεῖος Ὑλλίχου νέπους.

Schol. Pind. Isth. ii. 9, cf. Tzetz. Chil. viii. 228.

ἦν κεῖνος οὑνιαυτός, ᾧ τό τε πτηνὸν καὶ τοὐν θαλάσσῃ καὶ τὸ τετράπουν οὕτως ἐφθέγγεθ’ ὡς ὁ πηλὸς ὁ Προμήθειος.

Clem. Alex. Strom. v. p. 707 Pott.

γήινον μὲν οἱ φιλόσοφοι . . τὸ σῶμα ἀναγορεύουσι . . . Καλλίμαχος δὲ διαρρήδην γράφει·
ἦν κτλ.

ἐγὼ φαύλη δένδρων ἁπάντων εἰμί.

Pseudo-Tryphon, Περὶ τρόπων (Walz, Rhet. Gr. viii. p. 760)

παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἀστειζομένη ἡ ἐλαία φησίν· ἐγὼ φαύλη πάντων τῶν δένδρων εἰμί.

καὶ τῶν νεήκων εὐθὺς οἱ τομώτατοι.

E.M. s.v. κόχλος . . . .

ὡς παρὰ τὸ ἱερός γίνεται ἱέραξ καὶ νέος νέαξ, ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ·
καὶ τῶν κτλ.

κοὐχ ὧδ’ Ἀρείων τὠπέσαντι πὰρ Διῒ ἔθυσεν Ἀρκὰς ἵππος.

Steph. Byz. s.v. Ἀπέσας . . ἀφ’ οὗ Ζεὺς Ἀπεσάντιος [Pans. ii. 15. 3].

Καλλίμαχος δὲ ἐν τοῖς Ἰάμβοις τὸ ἐθνικὸν Ἀπέσας φησί·
κοὐχ κτλ.

αἰτοῦμεν εὐμάθειαν Ἑρμᾶνος δόσιν.

Et. Florent. s.v. ὦ τάν.