Seven Against Thebes
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- τίς ἂν καθαρμοὺς[*](καθαρμοὺς recc.: κάθαρμα (μα in rasura m, ὸν suprascr. m1) M) πόροι,
- τίς ἄν σφε λούσειεν; ὦ
- πόνοι δόμων νέοι παλαι-
- οῖσι συμμιγεῖς κακοῖς.
- κρατηθεὶς δ᾽[*](δ᾽ seclusit Pauw) ἐκ φίλων ἀβουλιᾶν[*](ἀβουλιᾶν Dindorf: ἀβουλίαν m)
- ἐγείνατο[*](ἐγείνατο recc.: γείνατο M) μὲν μόρον αὑτῷ,
- πατροκτόνον Οἰδιπόδαν,
- ὅστε ματρὸς ἁγνὰν
- σπείρας ἄρουραν, ἵν᾽ ἐτράφη,
- ῥίζαν αἱματόεσσαν,
- ἔτλα: παράνοια[*](παράνοια (ut videtur) m: παρανοίαι (ι postea adscr.) M) συνᾶγε
- νυμφίους φρενώλεις.[*](φρενώλης (-εις m1) M)