Supplices
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- †βλοσυρόφρονα χλιδᾷ
- δύσφορα ναῒ κἀν γᾷ.
- γᾶι ἄναξ[*](δύσφορα ϝάι᾽: ἐγγαίι᾽ ἄναξ Weil) προτάσσου.†[*](corrupta non sananda)
<Κηρυξ>- σοῦσθε σοῦσθ᾽ ἐπὶ βᾶ-
- ριν ὅπως ποδῶν <ἔχετε[*](ἔχετε add. Hartung)>
- †οὐκοῦν οὐκοῦν[*](σοῦσθ᾽: εἰ δ᾽ οὖν Hartung)†[*](corrupta)
- τιλμοὶ τιλμοὶ καὶ στιγμοί,
- πολυαίμων φόνιος
- ἀποκοπὰ κρατός.
- σοῦσθε σοῦσθ᾽† ὀλύμεναι ὀλόμεν᾽ ἐπαμίδα.[*](ἐπαμίδα] ἐπ᾽ ἄμαλα (navem) ex Hesychio Hermann)
<Χοροσ>- εἴθ᾽ ἀνὰ[*](εἴθ᾽ ἀνὰ Hermann: εἰθάνα codd.) πολύρυτον[*](πολύρρυτον M)
- ἁλμιόεντα[*](ἁλμιόεντα Hermann: ἁλμήεντα codd.) πόρον
- δεσποσίῳ ξὺν ὕβρει,
- γομφοδέτῳ τε δόρει[*](δόρει Hermann: δορὶ codd.) διώλου.
- †αἵμονες ὡς ἐπάμιδα
- ἠσυδουπιάπιτα†[*](locus frustra tentatus)