Supplices
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- τοιγὰρ ὑποσκίων
- ἐκ στομάτων ποτά-
- σθω φιλότιμος εὐχά,
- μήποτε λοιμὸς ἀνδρῶν
- τάνδε[*](τάνδε Fähse: τῶνδε codd.) πόλιν κενώσαι:
- μηδ᾽ ἐπιχωρίοις <στάσις[*](στάσις add. Bamberger, Paley)>
- πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς.[*](γᾶς Porson: τᾶς codd.)
- ἥβας δ᾽ ἄνθος ἄδρεπτον
- ἔστω, μηδ᾽ Ἀφροδίτας
- εὐνάτωρ βροτολοιγὸς Ἄ-
- ρης κέρσειεν ἄωτον.
- †καὶ γεραροῖσι πρε-
- σβυτοδόκοι γεμόν-
- των θυμέλαι φλεγόντων.[*](incerta ac varie tentata: praestat fortasse γέμουσαι pro γεμόντων Kruse)†
- τὼς πόλις εὖ νέμοιτο
- Ζῆνα μέγαν[*](μέγαν Aldina: μέγα codd.) σεβόντων,
- τὸν ξένιον δ᾽ ὑπερτάτως,[*](ὑπερτάτως ex schol. H. L. Ahrens: ὑπέρτατον codd.)
- ὃς πολιῷ νόμῳ αἶσαν ὀρθοῖ.
- τίκτεσθαι δὲ φόρους[*](δὲ φόρους Erfurdt: δ᾽ ἐφόρους codd.) γᾶς
- ἄλλους εὐχόμεθ᾽ αἰεί,[*](αἰεί Pauw: ἀεί codd.)