Podagra
Lucian of Samosata
Lucian. Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teubner, 1913.
- ὡς Διός, ὡς Δητοῦς, ὡς Παλλάδος, ὡς Πυθίου.
- ἤπιον. ὦ πάνδημε, φέροις ἄλγημα, Ποδάγρα,
- κοῦφον, ἐλαφρόν, ἄδριμυ, βραχυβλαβές, ἀνώδυνον,
- εὔφορον, εὔληκτον, ὀλιγοδρανές, εὐπερίπατον.
- Πολλαὶ μορφαὶ τῶν ἀτυχούντων,
- μελέται δὲ πόνων καὶ τὸ σύνηθες
- τοὺς ποδαγρῶντας παραμυθείσθω.
- ὅθεν εὐθύμως, ὦ σύγκληροι,
- λήσεσθε πόνων,
- εἰ τὰ δοκηθέντ’ οὐκ ἐτελέσθη,
- τοῖς δ’ ἀδοκήτοις πόρον εὗρε θεός.
- πᾶς δ’ ἀνεχέσθω τῶν πασχόντων
- ἐμπαιξόμενος καὶ σκωπτόμενος·
- τοῖον γὰρ ἔφυ τόδε πρᾶγμα.