Ocypus

Pseudo-Lucian

Lucian (Pseudo). Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teuber, 1913.

  1. ἀτραυμάτιστος, ἄβατος, ἄστατος πόνος;
  2. τείνει δὲ νεῦρον οἷα τοξότης ἀνὴρ
  3. βέλος προπέμπων καὶ στένειν βιάζεται·
  4. τὸ τῶν πονούντων ἔσχατον στοιχεῖ χρόνῳ.
Τροφεύς
  1. Ἔπαιρε σαυτόν, ὦ τέκνον, καὶ κούφισον.
  2. μή πῶς με πίπτων καταβάλῃς σὺ χωλὸς ὦν.