In Jeremiam (Homiliae 1-11)
Origen
Origenes. Origenes Werke, Vol 3. Klostermann, Erich, editor. Leipzig: Hinrichs, 1901.
Μετὰ ταῦτα ἴδωμεν τὸ »ἐὰν ἀποπλύνῃ ἐν νίτρῳ καὶ πληθύνῃς [*](8 Vgl. Gen. 1, 26. — 8 ff. Vgl. in Joh. Tom. 13, 50 (Br I, 305, 24): τοῦτο λέγοντος τοῦ θεοῦ περὶ πάντων ἀνθρώπων, Sei. in Gen. 1, 26 (Lo 8, 51): ὁ δὲ φάσκων τὸ »κατ' εἰκόνα« μὴ ἐν σώματι εἶναι, ἐν δὲ τῇ λογικῇ ψυχῇ κτλ., in Luc. Hom. 39 (Lo 5, 235): Duae sunt imagines hominis: una, quam accepit a Deo factus in principio . . . . altera choici . . . . postquam propter inobedientiam atque peccatum ekectis de paradiso assumsit eam, u. u. ö. — 9 Gen. 1, 26. — 13 — 16 Vgl. I Kor. 15, 49. — 19f. VglZ. 7 ff.?) [*](1 προφήτῃ] + nunc queritur Deus et Η | 5 τίς Co qua (causa) Η | 14 τῆς2] τοῦ Hu vgl. imagine Zahuli H, doch übers. Η d. ganzen Abschnitt sehr frei | χείρνος] + imde debemus magnorere laborare, ut quomodo H, was vielleicht einzufügen | 16 πλὴν] ad quam Η καθ’ ἣν Hu unter Streichung von κατ' εἰκόνα (so las man statt ἐν εἰκόνι) τοῦ ἐπουρανίου | 19 γὰρ] autcm Η | 24 οὐδὲ — ψευδῆ] et mendacetn ex parte plantavi Η.)
Διὰ τοῦτο ὁ Ἰησοῦς βαπτίζει (τάχα νῦν εὑρίσκω τὸν λόγον) »ἐν πνεύματι [καὶ] ἁγίῳ καὶ πυμί«. οὐχ ὅτι τὸν αὐτὸν »ἐν πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί«, ἀλλὰ τὸν μὲν ἅγιον »ἐν πνεύματι ἁγίῳ«, τὸν δὲ μετὰ τὸ πιστεῦσαι, μετὰ τὸ ἀξιωθῆναι ἁγίου πνεύματος, πάλιν ἡμαρτηκότα λούει ἐν »πνρί«’ ὡς μὴ τὸν αὐτὸν εἰναι βαπτιζόμενον ὑπὸ Ἱησοῦ »ἐν πνεύματι ἀγίῳ καὶ πυρί«. μακάριος οὖν ὁ βαπτιζόμενος ἐν ἁγίῳ πνεύματι καὶ μὴ δεόμενος βαπτίσματος τοῦ ἀπὸ πυρός. τρισάθλιος δὲ ἐκεῖνος, ὅστις χρείαν ἔχει βαπτίσασθαι τῷ πυρί. πλὴν ἀμφότερα ἔχει ὁ Ἰησοῦς. »ἐξελεύσεται« γὰρ »ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἱεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται«. »ῥάβδος« ἐπὶ τοὺς κολαζομένους »ἄνθος« ἐπὶ τοὺς όικαίους. οὕτως »ὁ θεὸς πῦρ καταναλίσκον« ἐστί, καὶ »ὁ θεὸς φῶς ἐστι«· πῦρ καταναλίσκον τοῖς ἁμαρτωλοῖς, φῶς τοῖς δικαίοις καὶ ἁγίοις. καὶ >μακάριος ὁ ἕχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ ὀ τηρήσας τὸ βάπτισμα τοῦ ἀγίου πνεύματος. τίς ἐστιν ὁ ἐν ἑτέρᾳ [*](2 Vgl. Ι Joh. 5 16. 17. — 2 ff. Vgl. in Luc. Hom. 14 (Lo 5, 134): »spiritu judicii« sordem »et spiritu combustionis« sanguinem, Hier. Comm. in Jes. 4, 4, u. ö. Nur scheinbar anders in Luc. Hom. 24 (Lo 5, 179; gegen Hu). Vgl. auch de princ. 2, 6 (Lo 21, 238f.). — ff. Vgl. in Luc. Hom. 24 (Lo 5, 179): Numquid uno atque eodem tempore Spiritu et igne baptizat, an vario atque diverso? — 10 Vgl. Luk. 3, 16. — 17 Jes. 11, 1. — 18 Vgl. in Joh. Tom. 1, 36 (Br I, 49, 31) ῥάβδος μὲν τοῖς δεομένοις κολάσεως, ἄνθος δὲ τοῖς σῳζομένοις, sel. in Ezech. 7, 10 (Lo 14, 200), in Jes. Hom. 3, 1 (Lo 13, 254f.). — 19ff. Vgl. Hom. 16, 6. — 19 Hebr. 12, 29. — 1. Joh. 1, 5. — 20 f. Vgl. sel. in Luc. 14, 18ff. (Lo 5, 242): τῷ γὰρ οὐκ ὄντι ἀξίῳ καταναλίσκεσθαι φῶς ἐστι κτλ., in Matth. Tom. 17, 19 (Lo 4, 127 f.), in Joh. Tom. 13, 21 (Br I, 267 19f.). — 21 Vgl. Apok. Joh. 20, 6. — 22 ff. Vgl. in Luc. Hom. 24 (Lo 5, 179f.): sie stabit in igneo flumine Dominus Jesus . . ., ut quemcunque post exitum vitae hujus, qui ad paradisum transire desiderat, et purgatione indiget, hoc eum amne baptizet . . . eum vero, qui non habet signum priorum baptismatum, lavacro igneo non baptizet. . . . . ostendat se et aquae et Spiritus lavacra servasse.) [*](1 πνεύματι mit H: spiritu u. Hom. 14 in Luc. | 1 — 7 Η frei: Si peccasti, et peccatorum. sorde pollutus es, lavabit Dominus sordes filiorum, et filiarum Sion, et sanguinem emundahit de medio eorum. Si aiitem mortale peccatwn est, nonpossumus nitro poaque mundari et spiritu judicii sed spiritu combustionis et poenae | 5 πρὸς2 — καύσεως Blass | 10 καὶ streicht Co | 11 ἁγίῳ καὶ CoH καὶ ἁγίῳ S | 18/19 ἄνθος — δικαίους nach Η: flos justis | 21 μακάριος Co heatus Η μακαρίοις S.)
Φησὶν ὁ κύριος ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν ἀναγνωσθέντων περὶ τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι »ἔρημος« αὐτῷ οὐκ ἐγένετο οὐδὲ »γῆ κεχερσωμένη«. τίς οὖν γενόμενος έν τῷ τόπῳ οὐκ ἂν ζητήσαι ἐξετάζων τὸ βούλημα τοῦ γεγραμμένου; ἔστω, ὁ θεὸς ἐν τῷ Ἰσραὴλ οὐ γέγονεν ἔρημος, οὐ γέγονεν έν τῷ Ἰσραὴλ γῆ κεχερσωμένη· ἆρα οὖν ἔρημος γέγονεν ὁ κύριος τῷ Ἰσραὴλ σήμερον ἢ γῆ κεχερσωμένη νῦν αὐτῷ ἐστιν; τί δέ: ὅτε τῷ Ἰσραὴλ ἠν οὐκ ἔρημος οὐδὲ γῆ κεχερσωμένη, τοῖς ἔθνεσιν ἦν ἔρημος καὶ γῆ κεχερσωμένη; εἰ γὰρ πᾶσιν ἀεὶ οὐκ ἔρημός ἐστι καὶ πᾶσιν ἀεί ἐστιν οὐ γῆ κεχερσωμένη, τίς χρεία τοῦ ἰδίως πρὸς τὸν Ἰσραὴλ κατ᾿ ἐξαίρετον λεχθῆναι· »μὴ ἔρημος ἐγενόμην τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ ἢ γὴ κεχερσωμένη«; ἀλλ’ ἔστιν ἐλθεῖν ἐπὶ τὰς καθολικὰς εὐεγεσίας τοῦ θεοῦ, εἶτα μετὰ τὰς καθολικὰς εὐεργεσίας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς ἰδικάς.