Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

5. Διὸ καὶ θαυμάσαι ἔστι τὸν εἰδότα, ὡς καὶ ἐν βίβλοις ηὑρήκαμεν, μεν, τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν χριστὸν ἐν τῷ Γολγοθᾷ ἐσταυρῶσθαι.

οὐκ ἄλλῃ που ἀλλ᾿ ἢ ἔνθα ἔκειτο τὸ τοῦ Ἀδὰμ σῶμα. ἐξελθὼν γὰρ ἐκ τοῦ παραδείσου καὶ κατῳκηκὼς κατέναντι αὐτοῦ πολλῷ τῷ χρόνῳ καὶ διὰ πολλῶν τῶν ἡμερῶν διελθὼν ὕστερον ἦλθε καὶ ἐν τῷ τόπῳ [*](3 Matth. 15,24 — 5 vgl. Luk. 10,30ff — 16ff zur Legende von Adams Grab auf Golgatha vgl. Origenes comment. ser. in Matth. c. 126; V 43 Lommatzsch renit ad me traditio quaedam talis, quod corpus Adami primi hominis ibi sepultum est, ubi crucifixus est Christus Ps. Athanasius de pass. et cruce dom. c. 12; Migne 28, 208A Ps. Basilius in Jes. c. 141; Migne 30, 348C Chrysostomus hom. 85 in Joh.; Migne 59, 459 Nonnus in Joh. 19; Migne 43, 901B Ps. Tertullian carm. adv. Marc. II 160 qua die quore loco cecidit clarissimus Adam (sc. ist Christus gestorben) storben) 196ff Golgatha locus est, capitis calvaria quondam . . . hic medium terrae est . . . os magnum hic veteres nostri docuere repertum, hic hominen primum sesceprimus esse sepultum Hieronymus Onomasticon S. 7, 14 Klostermann licet eum (Adam) quidam conditum in loco Calvariae suspicentur in Matth. 27, 35; Migne 26, 209B in Ephes. 5, 14; Migne 26,526A ep. 46, 3, 2; S. 332, 1ff Hilberg in et locus in quo crucifixus est dominus noster Calvaria appellatur, scilicet quod ibidem sit antiqui hominis calvaria condita Ambrosisu in Lucam X 114; S. 498, 11f Schenkl; weiteres bei J. Gretser de cruce Christi I 52ff) [*](V M) [*](5 ὃν auf Rasur V corr 6 τὸ πρόβατον + <τὸ πεπλανημένον>?* 10 <ἡμῶν>* | δι᾿ ὃν U] δι᾿ ὧν V M 13 ἀμνησίαν V M 15 εὑρήκαμεν M)

209
τούτῳ, Ἱεροσολύμων δέ φημι, τὸ χρεὼν ἀποδεδωκὼς [καὶ] ἐκεῖσε ἐτάφη ἐν τῷ τόπῳ τῷ Γολγοθᾷ.

ὅθεν εἰκότως τὸ ἐπώνυμον ὁ τόπος ἔσχε, Κρανίου ἑρμηνευόμενος τόπος, ἧς ὀνομασίας τὸ σχῆμα τοῦ τόπου ἐμφέρειάν τινα οὐχ ὑποδείκνυσιν.

οὔτε γὰρ ἐν ἄκρᾳ τινὶν κεῖται, ἵνα κρανίον τοῦτο ἑρμηνεύηται, ὡς <ὁ> ἐπὶ σώματος κεφαλῆς τόπος λέγεται, οὔτε <ἐπὶ> σκοπιᾶς.

καὶ γὰρ οὔτε ἐν ὕψει κεῖται παρὰ τοὺς ἄλλους τόπους· ἄντικρυς γὰρ ἐστι τὸ τοῦ Ἐλαιῶνος ὄρος ὕψηλότερον καὶ ἀπὸ σημείων ὀκτὼ ἡ Γαβαὼν ὑψηλοτάτη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄκρα ἡ ποτὲ ὑπάρχουσα ἐν Σιών, νῦν δὲ τμηθεῖσα, καὶ αὐτὴ ὑψηλοτέρα ὑπῆρχεν τοῦ τόπου.

πόθεν οὖν ἡ ἐπωνυμία τοῦ Κρανίου, ἀλλ’ ἐπειδὴ τοῦ πρωτοπλάστου ἀνθρώπου ἐκεῖ τὸ κρανίον ηὕρηται καὶ ἐκεῖ τὸ λείψανον ἐναπέκειτο, τούτου ἕνεκα Κρανίου τόπος ἐπεκέκλητο·

ἐφ’ οὗ σταυρωθεὶς ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ ῥεύσαντος ἀπ’ αὐτοῦ ὕδατος καὶ τὴν αἵματος διὰ τῆς νυχθείσης αὐτοῦ πλευρᾶς αἰνιγματωδῶς ἔδειξ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν, ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ φυράματος ἀρξάμενος ῥαντίζειν τὰ λείψανα τοῦ προπάτορος,

ἵνα καὶ ἡμῖν ὑποδείξῃ τὸν ῥαντισμὸν τοῦ αὐτοῦ αἵματος, εἰς κάθαρσιν τῆσ ἡμῶν κοινώσεως καὶ ψυχῆς μετανοούσης καὶ εἰς ὑπόδειγμα φυράσεως καὶ καθαρμοῦ ῥύπου τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων γενόμενον, τὸ ἐκχυθὲν ὕδωρ ἐπὶ τὸν ὑποκείμενον τῷ τόπῳ καὶ τεθαμμένον εἰς ἐλπίδα αὐτοῦ τε καὶ ἡμῶν τῶν ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένων.

διὸ καὶ ἐνταῦδα ἐπληροῦτο τὸ εἰρημένον »ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός«. εἰ γὰρ καὶ περὶ ἡμῶν λέγει τῶν νενεκρωμένων τοῖς ἔργοις καὶ τῶν καθευσόντων ἐν βάθει ὕπνου τῆς ἀγνωσίας, ἀλλ’ οὖν γε ἐκεῖθεν ἡ ἀρχὴ τῆς αἰνίξεως * περιέχει τὸν τρόπον.

καὶ οὐχ ἁπλῶς οὐδὲ ἀργῶς· »ἀνέστη«, γὰρ φησι, [*](13ff vgl. Ps. Tertullian carm. adv. Marc. II 201 ff hic patitur Christus, pio sanguine terra madescit, puluis Adae ut possit veteris cum sanguine Christi commixtus stillantis aquae virtute levari Hieronymus ep. 3, 2; S. 332,5 ff Hilberg ut secundus Adam et sanguis Christi de cruce stillans primi Adam et iacentis propagatoris peccata dilueret et tunc sermo ille apostoli conpleretur (Ephes. 5,14) – 14 vgl. Joh. 19,34 – 17 vgl. I Petri 1,2 – 22 Eph. 5,14 (dieselbe stelle bei Hieronymus angeführt, vgl. zu Z. 13ff) – 23ff vgl. haer. 42,12 3 refut. 37 d; S. 180, 15 ff — 2ff Matth. 27, 52f) [*](V M ) [*](1 τούτω am Rande nachgetragen V corr | δέ auf Rasur V corr | [καὶ]* 2 ἐπόνυμον Μ 3 ἦς] ἤ Μ 5 <ὁ> * | κεφαλὴ aus κεφαλῆς V corr κεφαλὴ Μ 6 <ἐπὶ>* 11 εὕρηται Μ 14 διὰ] ἐκ?* 17 καὶ ἡμῖν am Rade nachgetragen V corr 25 * etwa <γέγονεν. καὶ γὰρ τῆς ἀναστάσεως> *)

210
»πολλὰ σώματα τῶν ἁγίων«, ὡς ἔχει τὸ εὐαγγέλιον, »καὶ εἰσῆλθον σὺν αὐτῷ εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν« καὶ οὐκ εἶπεν, ἀνέστησαν ψυχαὶ τῶν ἁγίων, ἀλλὰ σώματα φύσει τῶν ἁγίων καὶ εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ τὰ ἑξῆς.

Πανταχόθεν τοίνυν ἀποκρουσάμενοι τοῦ κώνωπος τούτου τὰ δήγματα δἰ ἐλαίου τῆς τοῦ θεοῦ φιλανθρωπίας καὶ κυρίου ἡμῶν ἐνδημίας καὶ φωτὸς τοῦ εὐαγελίου τὴς ἀληθείας, ἐπὶ τὰς ἑξῆς κατὰ τὸ εἰωθὸς πάλιν προσελθεῖν ἐν τῇ τοῦ θεοῦ δυνάμει σπεύσωμεν.

[*](V M )[*](5 άποκρουσάμενοι *] ἀποκρουσάμενος V M 8 πάλιν über der Linie nachgetragen V corr | προ|||ελθεῖν, σ ausradiert V corr προσελεῖν Μ | σπευδάσωμεν V)