Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

εἰς δὲ ἐπιμένοιεν ταῖς αὐτῶν βλασφήμοις ὑπονοίαις καὶ ματαιοφροσύναις, ταῖς μὴ ἐκ θεοῦ αὐτοῖς δοθείσαις, τὸ τηνικαῦτα μετὰ τὴν ἐντε[θεν ἀπαλλαγήν, τοῦ αὐτεξουσίου μηκέτι αὐτοῖς συμπαραμένοντος,* ἀλλὰ οὔτε διὰ θυμὸν αὐτοῖς τὴν τότε ἐσομένην κρίσιν οὔτε ὡς ἐν ὁργῇ ἐπιφέρων τὰ ἐσόμενα*,—

ὅλα γὰρ προεθέσπισεδιὰ | τὴν οὑκ εἴσω παθῶν [*](7 Joh. 1, 1. 2b - 20 vgl. Matth. 5, 45) [*](V M) [*](2 ἐπιστάτην + <γενομένης>?* 5 [καὶ1]?* 13 γενομένων *]λεγομένων V M 17 [καὶ]* 17f τὴν χρῆσιν*]τῆς χρήσεως V M (χρήσεως aus χρίσεως V corr χρίσεως Μ) 26 πρέπον U] πρέπων VM 27 ἀμνηστείας V M 28 βλασφημίαις 30* etwa <δικαίως αὐτοὺς ἐκδικήσει>* 32* etwa <κολαστήρια>*)

189
περιεχομένην αὐτοῦ θεότητα —, ἀλλὰ δι᾿ ἣν ἕκαστος τῶν * ἐπὶ βλάβῃ ἑαυτοῦ τι ἐργαζόμενος ἑαυτῷ παραίτιος γεγένηται *, τοῦ θεοῦ ἀναιτίου ὄντος τῆς καθ’ ἡμᾶς παρεκτροπῆς τε καὶ τῆς ἐκ ταύτης καθ’ ἡμῶν μελλούσης ἔσεσθαι καταδίκης.

Ἐν ἅπασιν οὖν καὶ οὗτος φωραθήσεται, ταῖς πρότερον καὶ μετέπειτα ἐγκαταμιχθεὶς αἱρέσεσιν, ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ »τῶν τῆς ἀπωλείας τέκνων« ὑπάρχων, δηλούσης τῆς ἀληθείς καὶ τοῦ φωτὸς τοῦ εὐαγγελίου, φωτεινῶς τὴν πᾶσαν οἰκουμένην καταυγάζοντος καὶ σῴζοντος τοὺς υἱοὺς τῆς ἀληθινῆς πίστεως ἐν ἀληθείᾳ.

ὡς οὖν ἐκ συντόμου † σκοποῦ ὄφιν παρακύψαντα διὰ μικροῦ τινος σκεύους ἀνελόντες θανατωθεῖσάν <τε> ταύτην καταλελοιπότες ἐπὶ τὰς ἑξῆς ἴωμεν κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, τὴν τοῦ θεοῦ συμπαραλαβόντες βοήθειαν εἰς τὸ παραστῆσαι τὴν αὐτοῦ ἀλήθειαν.

1. Τοῦτον τὸν προειρημένον Λουκιανὸν διαδέχεται Ἀπελλῆς, οὐχ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ὁ ὑπὸ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου συνιστώμενος, ἀλλ’ ἕτερος ἐξ οὗπερ Ἀπελληϊανοί, ὢν καὶ αὐτὸς συσχολαστὴς αὐτοῦ Λουκιανοῦ καὶ μαθητὴς τοῦ προειρημένου Μαρκίωνος, ὡς ἐκ μιᾶς ῥίζης πολλῶν ἀκανθῶν ὑλομανήσασαι παραφυάδες.

ἕτερα δὲ οὗτος [*](6 vgl. Joh. 17, 12 — 15 ff zur Darstellung des Epiph. vgl. insbesondere Rhodon bei Eusebius h. e. V 13,2 u. 5 ff; S. 454, 22 ff u. 456, 11 ff Schwartz Tertullian de praescr. 30. 33. 34 adv. Marc. III 11 IV 17 de carne Chr. 1. 6—8. 24 de resurr. carn. 2. 5 de anima 23. 36. Hippolyt refut. VII 38; S. 224, 1 ff Wendland u. X 20; S. 280, 17ff Ps. Tertullian adv. omn. haer. 6 Filastrius haer. 47 — 16 vgl. Röm. 16, 10 — 19ff vgl. Tertullian adv. Marc. IV 17 Marcionis de discipulo emendator de carne Chr. 1 Apelles discipulus et postea desertor ipsius und Filastrius haer. 47, 1f; S. 24, 21 ff Marx interrogates a quibusdam quomodo de fide sentiret, respondit: non mihi opus est di<s> cere a Marcione,ut duo princia adseram coaeterna; ego enim unum principium esse praedico Apelles bei Anthimus v. Nikomedien (stdi e testi V 98) ψεύδεται Μαρκίων λέγων εἶναι ἀρχὰς δύο· ἀγὼ δέ φημι μίαν, ἥτις ἐποίησε δευτέραν ἀρχήν) [*](V M) [*](1 * <ἀδίκων> * 2 * etwa < καταδίκης πονηρίαν > * 6 ἐγκαταμιχθεὶς aus ἐγκαταμειχθὴς V 7 δηλούσης + <τοῦτο>? * 8f καὶ σῴζοντος < Μ 10 † σκοποῦ] lies wohl ἐκ τῆς ὀπῆς * 11 <τε>* 13 Unterschrift κατὰ Λουκιανιστῶν V M 14 κατὰ Ἀπελληϊανῶν, εἰκοστὴ τετάρτη ἡ καὶ μݲδݲ V M 16 συνιστάμενος Μ)

190
παρὰ τοῦς ἄλλους βούλεται δογματίζειν καὶ κατὰ μὲν τοῦ ἑαυτοῦ διδασκάλου ὁπλιςάμενος ἑαυτὸν καὶ κατὰ τῆς ἀληθεῖας, εἰς τὸ συναγείρειν ἑαυτῷ καὶ αὐτὸς σχολὴν πεπλανημένων ἀνθρώπων, τὰ τοιαῦτα βούλεται δογματίζειν, φάσκων μὲν ὅτι οὐχ

οὕτως, φηςί, γεγένηται, ἀλλὰ πεπλάνηται Μαρκίων, ἵνα πανταχόθεν ἑαυτῆν ἐλέγχουςά τε ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀνομία ἐν ἑαυτῇ συντριβομένη φανήσεται καὶ καθ’ ἑαυτῆς τὴν ἀνατροπὴν ἐπεγείρουσα, τῆς ἀληθίας ἀεὶ ἑδραίας οὔσης καὶ μὴ χρείαν ἐχούσης βοηθείας, ἀλλὰ αὐτοσυστάτου οὔσης καὶ παρὰ θεῷ τῷ ὄντως <ὄντι> ἀεὶ συνιστωμένης.

φάσκει γοῦν οὗτος ὁ προειρημένος Ἀπελλῆς καὶ οἱ ἀπ’ αὐτοῦ ὅτι οὐκ εἰσὶ τρεὶς ἀρχαὶ οὔτε δύο, ὡς τοῖς περὶ Λουκιανὸν καὶ Μαρκίωνα ἔδοξεν, ἀλλά, φηςίν, εἷς ἐστιν ἀγαθὸς θεὸς καὶ μία ἀρχὴ καὶ μία δύναμις ἀκατονόμαστος· ᾧ ἑνὶ θεῷ ἤγουν μιᾷ ἀρχῇ οὐδὲν μεμέ- [*](10 ff vgl. Rhodon bei Eusebius h. e. V 13, 2; S. 454, 23 Schwartz Ἀπελλῆς μὲν. . . μίαν ἀρχὴν ὁμολογεῖ Tetullian de praescr. 34 donec . . . Apelles creatorem angelum nescio quem gloriosum superioris dei faccret deum legis et Israelis illum igneum affirmans de carne Chr. 8 angelum quondam inelitum nominant qui mundum hunc instituerit et instituto eo paenitentiam admiserit de anima 23 ab igneo angelo, deo Israelis et nostro Ps. Tertullian adv. omn. haer. 6 hic introducit unum deum <in> infinitis superioribus partibus. hune potestates multas angelosque fecisse; praeterea et aliam virtutem quam dici dominum dicit, sed angelum point. <ab> hoc vult videri mundum institutum ad imitationem mundi superioris; cui mundo permiscuisse paenitentiam, quia non illum tam perfecte fecisset, quam ille superior mundus institutus fuisset Filastrius haer. 47, 2f; S. 24, 23 ff Marx ego enim unum principium esse praedico, quem deum cognoseo; qui deus fecit angelos, fecit etiam alteram virtutem, quem deum scio esse secundum, qui et virtus dei est, quae fecit mundum. hic autem deus qui fecit mundum non est inquit bonus, ut ille qui fecit eum: subiectus autem est deo illi a quo et factus est iste — verwickelter, aber deshalb nicht richtiger bei Hippolyt refut. VII, 38, 1; S. 224, 1ff Wendland εἶναί τινα θεὸν ἀγαρόν, καθὼς καὶ Μαρκίων ὑπέθετο· τὸν δὲ πάντα κτάσαντα εἶναι δίκαιον, ὃς τὰ γενόμενα ἐδημιούγυησε, καὶ τρίτον τὸν Μωσεῖ λαλήσαντα — πύρινον δὲ τοῦτον εἶναι —, εἶναι δὲ καὶ τέταρτον ἕτερον, κακῶν αἴτιον· τούτους δὲ ἀγγέλους ὀνομάζει ebenso X 20, 1; S. 280, 17 ff) [*](V M) [*](3 αὐτοσχολὴν V 5 ἑσυτὴν] ἑαυτῶ V 7 ἐγείρουσα Μ 8f παρὰ θεῶ τῶ ὄντως aus παρὰ θεοῦ τοῦ ὄντος V corr 9 <ὄντι> * 13 ἀκατο ///νόμαστος, ο aus ω V corr)

191
ληται τῶν ἐνταῦθα ἐν τῷ κόσμῳ τού τῳ γεγενημένων,