Panarion (Adversus Haereses)
Epiphanius
Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.
8. Καὶ γέγονεν κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ ἡ τῆς Βαβυλῶνος κτίσις ἐν τῇ τῶν Ἀσσυρίων γῇ καὶ ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν οἰκοδομηθεὶς τότε πύργος.
ἠσαν δὲ κατὰ τοῦτον τὸν καιρόν ὡς ἤδη έν ταῖς πρότερον αἱρέσεσι διηγησάμην κατὰ τὸν εἱρμὸν τῶν ἄνω μοι γενεῶν πραγματευθεισῶν, οἱ πάντες ἑβδομήκοντα δύο ἄνδρες τὸν ἀριθμόν, ἀρχηγοί τε καὶ κεφα- [*](3 vgl. Gen. 5, —5 — 18ff vgl. Gen. 6, 14; 7, 7 — 20f vgl. I Petr. 3, 20 — 27ff vgl. haer. 2, 8; 1175, 13ff u. die weiteren dort ührten Stellen) [*](V Μ 1 δεκαδύο 12 ἄρτι auf Rasur V corr 13 συνεμίγη] συν durchgestrichen Vcorr ἐμίγη M 16 συστάσεως M; vgl. S. 73, 22 20 διασεσῶσθαι aus διασέσωσται V corr ἅμα αὐτῷ *] αὐτῶ ἅμα VM | δὲ Corn.] τε V M | σύ///ζυγον, ν ausradiert V corr 22 ὁμοίως τρεῖς am Rande nachgetragen V corr 24 * τῶν <τῶν καιρῶν> *)
ἐκ τούτου διεσπάρησαν ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν φυλαί τε καὶ γλῶσσαι. καὶ ἐπείπερ οἱ ἑβδομήκοντα δύο <οἰ> τότε τὸν οἰκοδομοῦντες ταῖς γλώσσαις διεσκεδάσθησαν, συγχυθέντες καὶ ἀπὸ μιᾶς ἡς ᾔδεισαν *, ἐμπνευσθέντες ἐκ θεοῦ βουλήσεως ἄλλος ἄλλην ἐσχήκασιν.
ἐξ ὧνπερ καὶ μέχρι δεῦρο ἡ σύστασις τῶν λαλιῶν ἐνέστηκεν, ὥστε <τῷ> βουλομένῳ ἔνεστιν εὑρεῖν ἕκαστον ἀρχηγὸν ἑκάστης γλώσσης, ὡς Ἰωυ[ν]ὰν μὲν τὴν Ἑλληνίδα ἴσχεν,
ἐξ οὗπερ καὶ Ἴωνες κέκληνται, οἱ τὴν παλαιὰν γλῶσσαν τῶν Ἑλλήνων ἔχοντες, Θήρας δὲ <τῶν> τῶν Θρᾳκῶν, Μοσὸχ τὴν Μοσσυνοίκων Θοβὲλ τὴν τῶν Θετταλῶν, Λοὺδ τὴν Λυδῶν, Γεφὰρ τὴν Γασφηνῶν, Μιστρὲμ τὴν τῶν Αἰγυπτίων, Ψοὺς τὴν τῶν Ἀξωμιτῶν, Ἀρμὼτ τὴν τῶν Ἀράβων, καὶ τῶν λοιπῶν ἕκαστος, ἵνα μὴ καθ᾿ ἕνα λέγω, ἰδίαν ἐνεπνεύσθη γλῶσσαν. καὶ οὕτως ἑκάστης γλώσσης ἡ διαδοχὴ ἐν τῶ κόσμω πεπλάτυνται.
9. Πόθεν τοίνυν οὗτοι ἐψευδηγόρησαν αὐτῶν τὰ ῥήματα, παρενθέντες τὴν ἑαυτῶν μυθοποιίαν, φανταζόμενοι καὶ ὀνειροπολοῦντες τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα καὶ τὰ ὄντα τῆς ἑαυτῶν διανοίας διασκεδαννύντες; ἀλλὰ τὸ πᾶν τοῦ διαβόλου βούλημα ὃ ἐνεκίσσησε ταῖς τῶν ἀνθρώπων ψυχαῖς.
ἔστιν δὲ ἰδεῖν καὶ θαυμάσαι ὡς ἐν πολλοῖς μὲν ἀτοπήμασι τὸν ἄνθρωπον ἠπάτησε καὶ εἰς παρανομίαν κατέσπασεν, εἴς τε πορ- [*](1f vgl. Ancoratus c. 113, 3; I 138, 6 c. 113, 5; 1 140, 1 c. 113, 1; I 137, 7 — 9 Ἰωυὰν Hippolyt Chronik § 60; S. 50 Bauer Refut. X 31, 4; S. 287, 23 Wendland; Ygl. Panarion Anaceph. von Tom. 1 3, 7; I 164, 5ff — 11 Θήρας Hippolyt Chronik § 63; S. 52 Bauer Μοσὸχ Hippolyt Chronik § 169; S. 88 Bauer — 12 Θωβὲλ Hippolyt Chronik § 61; S. 52 Bauer Λοὺδ Hippolyt Chronik § 111; S. 68 Bauer Γεφὰρ Γαθὲρ) Hippolyt Chronik § 168; S. 88 Bauer — 13 Μιστρὲμ Hippolyt Chronik § 95; S. 66 Bauer Ψοῦς Hippolyt Chronik § 94; S. 66 Bauer; vgl. Panarion haer. 2, 13; I 176, 14 Ἀρμὼτ Ἀρὰμ Hippolyt Chronik § 178; S. 90 Bauer) [*](V M 1f Ἰάφεθ . . . Σὴμ Pet.] Σὴμ . . . Ἰάφεθ V M 3 ἐκ τούτου *] ἐκ τούτων V M 4 <οἱ> * 6 * etwa <ἀπαλλοτριωθέντες> * 7 Rasur V corr 8 <τῷ> * 9 Ἰωυ[ν]ὰν Dind. 11 <τὴν> Dind. σ über, οι auf Rasur V corr 12 Λοὺς *] Ἐλοὺδ VM | τὴν3 zweimal geschrieben M 13 Ἀξουμιτῶν VM 18 τὴν hineingeflickt V corr | μυθοποιίαν aus μυθοποιεια V corr 20 τοῦ] lies <τοῦτο> τοῦ? *, vgl. das in VM folgende τοῦτο | βούλημα] wohl verderbt, lies etwa νόημα * | ὃ *] τοῦτο VM 22 κατέσπασεν] κατέστησεν M)
ἀνέμενεν γὰρ τὴν τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν, ὡς λέγει »περὶ σοῦ γέγραπται ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε«.