Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

περὶ Χρι- [*](7 etwas anders Irenaeus adv. haer. I 26, 2 ; I 213 Harvey (von den äern) quae autem sunt prophetica curiosius exponere nituntur — 12 vgl. Irenaeus adv. haer. I 26, 2; I 212 Harvey = Hippolyt refut. VII 34, 1 ; S. 221, 8f Wendland ὁμολογοῦσι 003E; τὸν κόσμον ὑΠὸ τοῦ ὅντως θεοῦ γεγονέναι Ps. Tert. adv. omn. haer. 3 — 15 vgl. über den üdischen Kanon oben haer. 8, 6, 1ff; S. 191, 9ff — 21 vgl. Irenaeus adv. haer. I 26, 2; I 213 Harvey et circumciduntur ac perseverant in his consuetudinibus quae sunt secundum legem et Judaico charactere vitae, uti et Hierosolymam adorent quasi sit domus dei u. Eusebius h. e. III 27, 5; S. 256, 16 Schwartz — 21 — S. 330, 4 vgl. die widersprechenden Angaben Irenaeus adv. haer. I 26, 2 = Hippolyt refut. VH 34, 1; S. 221, 9 τὰ δὲ περὶ τὸν Χριστὸν ὁμοίως zm Κη. ρίνθῳ καὶ Καρποκράτει μυθεύουσιν u. Origenes c. Cels. V 61; II 65, 7 ötschau V M) [*](3 αὐτοὺς M 4 ὀνόμασαν M 5 Ναζαρὲθ V 7 διαθήκῃ getilgt V corr 8 γραφία Μ Ι παρ’ Y 9 ὥστερ] καίπερ M Ι οὐδὲ] οὐδὲν M 10 οἱ < Μ 14 ἑβραϊκὴν . . . διάλεκτον aus ἑβραϊκῆ διαλέκτω Vcorr 15 γραφία M 16 στιχήρη V Ι παραλειπόμεναι VM 17 τὰ ἄλλα M 20 vor πεπιστευκέναι ein μὴ getilgt V)

330
στοῦ δὲ οὐκ οἶδ' εἰπεῖν, εἰ καὶ αὐτοὶ τῇ τῶν προειρημένων περὶ Κήρινθον καὶ Μήρινθον μοχθηρίᾳ ἀχθέντες ψιλὸν ἄνθρωπον νομίζουσιν ἤ καθὼς ἡ ἀλήθεια ἔχει διὰ πνεύματος ἀγίου γεγεννῆσθαι ἐκ Μαρίας διαβεβαιοῦνται.

ἔστιν δὲ αὕτη ἡ αἱρεσις ἡ Ναζωραίων ἐν τῇ Βεροιαίων περὶ τὴν Κοίλην Συρίαν καὶ ἐν τῇ Δεκαπόλει περὶ τὰ τῆς Πέλλης μέρη καὶ ἐν τῇ Βασανίτιδι ἐν τῇ λεγομένῃ Κωκάβῃ, Χωχάβῃ δὲ Ἑβραϊστὶ λεγομένῃ.

ἐκεῖθεν γὰρ ἡ ἀρχὴ γέγονε, μετὰ τὴν ἀπὸ τῶν Ἱεροσολύμων μετάστασιν πάντων τῶν μαθητῶν ἐν Πέλλῃ ᾠκηκότων, Χριστοῦ φήσαντος καταλεῖψαι τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀναχωρῆσαι χωρῆσαι δι’ ἥν ἤμελλε πάσχειν πολιορκίαν. καὶ ἐκ τῆς τοιαύτης ὑποδέσεως τὴν Περαίαν οἰκήσαντες ἑκεῖσε, ὡς ἔφην, διέτριβον. ἐντεῦθεν τεῦθεν κατὰ τοὺς Ναζωραίους αἵρεσις ἴσχεν τὴν ἀρχήν.

8. Πεπλάνηνται δὲ καὶ οὗτοι περιτομὴν αὐχοῦντες, καὶ ἔτι οἱ τοιοῦτοι »ὑπὸ κατάραν εἰσί‘, μὴ δυνάμενοι τὸν νόμον πληρῶσαι. πῶς γὰρ δυνήσονται πληροῦν τὰ ἐν τῷ νόμῳ εἰρημένα, ὅτι τρὶς τοῦ [*](οἱ διττοὶ Ἐβιωναῖοι, ἤτοι ἐκ παρθένου ὁμολογοῦντες ὁμοίως ἡμῖν τὸν Ἱησοῦν ἢ οὐχ οὕτω γεγεννῆσθαι ἀλλὰ ὡς τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους in Matth. tom. XVI 12; IV 37 f Lommatzsch ἐκ Μαρίας μὲν μόνης καὶ θείου πνεύματος, οὐ μι)ν καὶ μετὰ τῆς περὶ αὐτοῦ θεολογίας Eusebius h. e. ΙΙΙ 27, 3; S. 256, 8ff ἐκ παρθένου καὶ ἁγίου πνεύματος΄ μὴ ἀρνούμενοι γεγονέναι τὸν κύριον, οὐ μὴν Μ’ ὁμοίως καὶ οὗτοι προϋπάρχειν αὐτὸν θεὸν λόγον ὄντα καὶ σοφίαν ὁμολογοῦντες Hieronymus ep. 112, 13, 2; CSEL 55 381, 26 Hilberg quos vulgo Nasaraeos nuncupant, qui credunt in Christum filium dei natum de Maria virgine 4 f öa als Sitz der äer ätigt durcb Hieronymus vgl. insbes. de vir. ill. 3 mihi quoque a Nazaraeis qui m Beroea urbe Syriae hoc volumine utuntur describendi facultas fuit — 5f ür die äherbestimmung ἐν τῇ Δεκαπόλει zu Pella vgl. Eusebius Onomasticon S. 80, 16 f Klostermann (dadurch wird Zahn, Forsch. VI 270 A. 3 widerlegt) — 6 zu Kokaba vgl. Jul. Africanus bei Eusebius h. e. I 7, 14 S. 60, 18 Schwartz u. Eusebius Onomasticon S. 172, 1ff ἔστιν δὲ καὶ Χωβὰ κώμη ἐν τοῖς αὐτοῖς μέρεσιν, ἐν ᾗ εἰσιν Ἑβραίων οἱ εἰς Χριστὸν πιστεύσαντες, Ἐβιωναῖοι καλούμενοι über die Lage Zahn, Forsch. I 330 ff), dazu noch haer. 30, 2, 7 u. 18, 1 haer. 40, 1, 5 — 7 ff vgl. haer. 30, 2, 7 de mens, ac pond. 15; S. 167, 65 ff Lagarde garde u. Eusebius h. e. III, 5, 3; S. 196, 13ff τοῦ λαοῦ τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις ἐκκλησίας κατά τινα χρησμὸν τοῖς αὐτόθι δοκίμοις δι' ἀποκαλύψεως ἐκδοθέντα πρὸ τοῦ πολέμου μεταναστῆναι τῆς πόλεως καί τινα τῆς Περαίας πόλιν οἰκεῖν κεκελευσμένου, Πέλλαν αὐτὴν ὀνομάζουσιν — 14 Gal. 3, 10 — 15 vgl. Exod. 23, 17 V M) [*](2 καὶ Μήρινθον < M 5 Συρίας M 6 ἐν’ < V Ι κωκὰβ ἢ χωχὰβ ἡ Μ 7 γὰρ ἡ < M Ι ἀπὸ < M 8 μαθητῶν] ἀποστόλων M Ι μαθητῶν + τῶν V 10 ἐΜ statt δι’ ἤ auf Rasur Vcorr)

331
ἔτους ὀφθήσῃ ἐνώπιον κυρίου τοῦ θεοῦ σου, κατά τε τὰ Ἄζυμα καὶ Σκηνοπηγίαν καὶ τὴν Πεντηκοστήν‘ , ἐν τῷ τόπῳ Ἱεροσολύμων.

ἀποκλεισθέντος γὰρ τοῦ τόπου καὶ τῶν ἐν τῷ νόμῳ μὴ δυναμένων πληροῦσθαι, παντὶ τῷ νοῦν ἔχοντι σαφὲς ἄν εἴη ὅτι Χριστὸς ἠλθεν πληρωτὴς τοῦ νόμου, οὐ τὸν νόμον καταλύσων, ἀλλὰ τὸν νόμον πληρώσων, καὶ ἀφελεῖν τὴν κατάραν τὴν κατὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου ὁρισθεῖσαν.