Ancoratus
Epiphanius
Epiphanius. Epiphanius, Volume 1. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915.
πίστις δὲ ἡ [*](3 Rom. S, 14 — 5 vgl. Gal. 5, 19 — 6 vgl. Kol. 3, 5 — –11 Rom. 8, 11 — 16 Joh. 15, 26 — Joh. 16, 14 — 17 Matth. 1, 20 — 23 f Rom. 3, 28 — 24 f vgl. Gal. 3, 2 L J pan. –16 Concil. Florent. Hardouin IX 360 D Jos. Bryennios I 275 Bul- garis 19 — S. 82, 8 Siegel des Glaubens S. 30 f Karapet (= arm.)) [*](1 ἐξῆραν pan. | ἑαυτοῦ] αὐτοῦ L J 2 ἁγιάζεται L J | αὐτοῦ ἰδίῳ] ἀιδίῳ pan. | ἄγει pan. 3 οὖν LJ x003C; L J 5 ἀθετεῖ pan. | ὀχύρωμα οὔσης pan. 6 νεκροῖ pan. 7 τε] δὲ pan. 9 εἰ τοινυν] ἤτοι L J 11 αὐτοῦ τοῦ x003C; J, hinter πνεύματος pan. 12 τῷ ἀνθρώπῳ x003C; L pan. 15 ὡς x003C; L | ἔφη L 17 f τὸ γὰρ ἐν — πνεύματος ἁγίου x003C; L J 18 συνιῶν τῷ λυτρουμένῳ με μυστηρίῳ L J 19 ἀκοῇ μόνῃ = aufs ße ören hin | τῇ x003C; L J | με L J 20 γινώσκει ὁ θεός L | ἑαυτὸ] ἑαυτὸν L 21 δὲ hinter ἐν J 22 ἀπερίεργος ἀφιλόνεικος pan. | <ἐκ> * 23 ἀκοαῖς pan. δὲ pan. x003C; L J | ταύτης] αὐτῆς pan. 24 ἔργων x003C; L J | > * 25 πίστις pan. arm.] πιστὴ L J)
τὸ δὲ χῶς αὐτοῖς ἀπολείπεται διδάσκειν. οὐδεὶς γὰρ οἶδε τὸν πατέρα εἰ μὴ ὁ υἱός, οὐδὲ τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατὴρ καὶ ᾧ ἐὰν ὁ υἱὸς ἀποκαλύψῃ«· ἀπλικαλύπτει διὰ διὰ πνεύματος ἁγίου.
οὐκοῦν ταῦτα τρία ὄντα ἣ ἐξ αὐτοῦ ἢ παρ' αὐτοῦ ἢ πρὸς αὐτόν, ἑκάστῳ ἀξίως νοούμενα καθὼς ἑαυτὰ ἀποκαλύπτει, φῶς πῦρ πνεῦμα καὶ ἄλλαις οἶμαι ὁράσεων ὁμοιώσεσι, καθὼς ἄξιος ὁ διακονούμενος ἄνθρωπος.
αὐτὸς τοίνυν ὁ θεὸς ὁ ἐν ἀρχῇ εἰπών »γενηθήτω φῶς, καὶ ἐγένετο φῶς« τὸ ὁρώμενον, αὐτὸς ὁ φωτίσας ἡμᾶς τὸ φῶς« ἰδεῖν τὸ ἀληθινὸν τὸ ξωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον‘, ἐξαπόστειλον τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου« ὁ Δαυίδ φησιν) αὐτός ἐστιν ὁ κύριος ὁ εἰπών «ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν καὶ οἱ νεανίσκοι αὐτῶν ὁράσεις ὄψονται«, τρία πρόσωπα ἀγίας λειτουργίας δεικνὺς ἡμῖν ἐξ ὑποστάσεως οὔσης τριττῆς.
68. Λέγω οὖν Χριστὸν διάκονον γεγενῆσθαι περιτομῆς ὑπὲρ ἀληθείας θεοῦ εἰς τὸ πληρῶσαι τὰς ἐπαγγελίας«, συνδιακονεῖν δὲ [*](8–10 Matth. 11, 27 — 14 Gen. 1, 3 — 15 f Job. 1, 9 — 17 Psal. 42, 3 — –21 Joel 2, 28 — 23 f Rom. 15, 8 L J pan. 2 — 12 (bis πνεῦμα) Job. Scotus de divisione naiurae IV p. 160. Gale 1681) [*](1 φωναῖς pan. arm.] φωνὴ L J 2 ἐν γραφῶν] ἐκεῖ γράφων L 2 f τρία ὑπαρκτὰ τρία συνύπαρκτα pan. Job. Scot.] x003C; L J 4 τρία συνυπόστατα pan. Job. Scot.] x003C; L J 5 vor ἁγία + ἡ L J f τῆς αὐτῆς οὐσίας — ὑποστάσεωςπ] eiusdetnque essentiae Job. Scot. 6 οὐσίας τῆς αὐτῆς θεότητος] δυνάμεως pan. τῆς ἀυτῆς ὑποστάσεως ist trotz des τριττῆς Ζ. 22 nicbt zu beanstanden 7 ἰσότητι L J | ἰσότητα χάριτος + τῆς ἀυτῆς χάριτος pan. | ἐργαζομένη *] ἐργάζεται pan. operantur Job. Scot. x003C; L J 8 ἀπέλιπε pan. | γὰρ x003C; pan. 9 Με] οὐδεὶς J 10 ἀποκαλύψῃ] ἀποκαλύπτει pan. | ἁγίοι + τούτῳ καὶ ὁ πατὴρ ἀποκαλύπτει L J x003C; pan. Job. Scot. 10 f τρία zaiza pan. 11 ἑκάστῳ] in unoquoque Job. Scot. 12 ἑαυτῷ L 15 τὸ ὁρώμενον x003C; L J 17 φησὶν ὁ Δαυίδ J 19 ἐπὶ πᾶσαν σάρκα x003C; L J 19 f οἱ αὐτῶν καὶ x003C; pan. 21 ἡμῖν + ὑποστάσεως pan. 22 τρίτης pan.)
οὕτως λέγουσιν αἱ γραφαί· »ἀποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς « ὅμοιον τῷ λέγειν »ἐξαποστελεῖς τὸν λόγον σου καὶ τήξεις αὐτά«·