Cyranides

Cyranides

Cyranides. Les Lapidaires de L'antiquité et du Moyen Age; Les Lapidaires Grecs. Vol. 2, Fasc. 1. Mély, Fernand de, editor. Paris: Ernest Leroux, 1898.

ΠΕΡΙ ΚΟΡΑΚΟΣ

Κόραξ πᾶσι γνωστόν. Οὗτος ἀγρευθεὶς καὶ ζῶν χωσθεὶς ἐν κόπρῳ ἱππείᾳ καὶ σαπεὶς ἐπὶ ἡμέρας μ’, εἶ〈τα〉 καυσθεὶς καὶ γενόμενος κηρωτὴ ποδαγροὺς θεραπεύει λίαν.

Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ ὑποθυμιωμένη ἀλφοὺς λευκοὺς καὶ λεύκην ἰᾶται.

Τὰ δὲ ὠὰ αὐτοῦ μελαίνουσιν πολιὰς τρίχας. (f. 96 v.)

ΠΕΡΙ ΚΟΡΩΝΗΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΔΟΝΗΣ (?)

Κορώνης καρδία φορουμένη ὁμόνοιαν εἰς τὸ ἀνδρόγυνον παρέχει. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τὰ δὲ ἐντὸς αὐτῆς ὀπτὰ ἐὰν δῷς γυναικὶ λάθρα, πάνυ σὲ ἀγαπήσει.

Ὁ δὲ ἐγκέφαλος αὐτοῦ σὺν μέλιτι ἐὰν περιχρίσῃς τῷ αἰδοίῳ καὶ συγγένῃ γυναικί, πάνυ σὲ ἀγαπήσει καὶ οὐδενὶ ἑτέρῳ κολληθήσεται πλήν σου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τὸ δὲ αἷμα ξηρὸν ὅσον κοχλιαρίων δύο 〈εἰ〉 συγκεράσεις οἴνῳ, ποθὲν ὑδρωπικοὺς ἄκρως ἰᾶται.

Κορώνην λαβὼν ἀσινῆ, ἐάν τις ἀλγῇ, τοῦ ποδὸς τὸν ὀπίσω δάκτυλον τοῦ δεξιοῦ ἀπότεμε ἀπὸ τοῦ ἄρθρου πλησίον ὑπὸ ποδὸς ἀφθόρου δήσας γαιτάκην (?) περίαπτε. τὴν δὲ κορώνην μύρῳ τερεβινθίνῳ ἀλείψας ἢ ἐλαίῳ χρίσας ὅλην ἀπόλυε ζῶσαν πέτασθαι. Τὸν δὲ δάκτυλον αὐτῆς περίαπτε τῷ πάσχοντι ποδίῳ· ἐὰν δὲ τοῦ

ἀριστεροῦ ποδός, (f. 97 r.) τὸ ἀριστερόν, ἐὰν δὲ τὸ δεξιόν, τοῦ δεξιοῦ. Μὴ οὖν λουέσθω, μηδὲ χαμαὶ πέσῃ τὸ περιάπτον, ἀλλὰ ἐνδήσας δέρματι ἐλαφείῳ φόρει. Ὅτε δὲ κόπτεις, λέγε· «Αἴρω σου τὸν δάκτυλον πρὸς θεραπείαν ἰσχιάδος, ποδάγρας καὶ πάντων ἄρθρων ». Καὶ ἀλείψας ἀπόλυε.

ΠΕΡΙ ΚΙΣΣΑΣ

Κίσσα στρουθίον ἐστὶ φρόνιμον μιμούμενον ἀνθρόπου φωνήν.

Τούτου ἡ καρδία φορουμένη μετὰ κισσοῦ ῥίζης, καὶ σπώσας γυναῖκας παύει. Ὁμοίως δὲ θεραπεύει καὶ δυσουρίαν.

Ἔστι δὲ τὸ πτηνὸν πεποικιλμένον χροιαῖς καὶ ἐνάρετον ποιεῖ τὸν ἐσθίοντα.

ΠΕΡΙ ΚΟΣΣΥΦΟΥ

Κόσσυφός ἐστι στρουθίον ἡδύφωνον τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν, τῷ μὲν ὅλῳ πτερῷ (f. 97 v.) κατακόρως μέλας ὑπάρχων, μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές.

Οὗτος ἐν ἐλαίῳ παλαιῷ καθεψηθεὶς ἕως τακῇ καὶ τῷ ἐλαίῳ ἀλειφόμενον, ὀπισθότονον διαλύει. Ὁμοίως δὲ καὶ ἰσχία θεραπεύει.