De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

201.

οὐκ ἔσθ’ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός.

†) ὁ ζῶν H. Sic Aristarchum interpretatum esse apparet ex scholio Didymi ad h. v. cf. L. Ar. 47. ι 43, ubi accuratius hac de re agam.

204.

οἰκέομεν δ’ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ.

*) ὅτι σαφῶς ἐνταῦθα ἐκτετοπισμένην που καὶ ἐσχάτην τὴν τῶν Φαιάκων χώραν ὑφίσταται, οὐ τὴν Κέρκυραν T. cf. L. Ar. 248, ζ 8.

218.

στῆθ’ οὕτω ἀπόπροθεν.

†) δεικτικῶς, οὕτως ὡς ἔχετε· ὡς κἀν τῷ Ἥφαιστε, πρόμολ’ ὧδε (Σ 392) PMT.

cf. ad Σ 392, ubi citatur noster versus in interpretatione illius πρόμολ’ ὧδε.

221.

ἄντην δ’ οὐκ ἂν ἔγωγε λοέσσομαι.

†) ἢ περιττεύει τὸ ἄν, ἢ τὸ λοέσσομαι ἀντὶ τοῦ λοεσσαίμην τέτακται P. cf. F. Ar. 8.

De virginum officio heroes lavandi certe fuit adnotatio Aristarchi, quod hic locus observationi eius repugnare videtur. cf. schol. in QT. ταῦτα μάχονται τῷ ὑπὸ παρθένων ποιεῖν λουόμενον. λύοιτο δ’ ἂν τῇ λέξει, προσέθηκε γὰρ μετελθών οἷον ξένος ὤν. τάχα δ’ οὐδ’ ὅλως παρθένοι λούουσι. λέγεται γὰρ τὸν δ’ ἐπεὶ οὖν δμῶαι λοῦσαν, ἀλλ’ οὐχὶ κοῦραι· καὶ περὶ τῆς Ἥβης γὰρ ἀμφισβητεῖται εἰ παρθένος ἦν· καὶ ἡ Ἑλένη λούοιτ’ ἂν Ὀδυσσέα.

222.

κούρῃσιν ἐυπλοκάμοισι μετελθών.

†) ἀντὶ τοῦ ἐπελθών V. L. qu. ep. p. 88. θ 47.

224.

χρόα νίζετο ἅλμην.

*) [ἡ διπλῆ] πρὸς τὴν φράσιν τὸν χρόα τὴν ἅλμην ἀπενίζετο. Q.

cf. F. Ar. 20. Eust. 1560, 49.

244-45.

αἴ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη ἐνθάδε ναιετάων, καί οἱ ἅδοι αὐτόθε μίμνειν.

†) ἄμφω μὲν ἀθετεῖ Ἀρίσταρχος, διστάζει δὲ περὶ τοῦ πρώτου, ἐπεὶ καὶ Ἀλκμὰν αὐτὸν μετέλαβε (corr. L. transtulit ad sua pro cod.L μετέβαλε) παρθένους λιγούσας εἰςάγων Ζεῦ πάτερ, αἴ γὰρ ἐμὸς πόσις εἴη. HQ.

cf. L. Ar. 340. η 311. Versus 245 asterisco notatus est in D. cf. La Roche p. 134.

256.

πατρὸς ἐμοῦ πρὸς δῶμα.

*) ὅτι ἐν πᾶσι φέρεται ἐμοῦ, ἀλλ’ οὐκ ἐμεῦ. ὅμως ἐπί τινων (M. Schmidt fortasse ἐπιτιμῶν!) ὁ Ζηνόδοτος ἐπὶ τὸ χεῖρον μετατίθησι. HQE. cf. Ξ 118, Ω 486, α 413.

258.

ἀλλὰ μάλ’ ὧδ’ ἔρδειν, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν.

*) ὅτι ἀντὶ τοῦ προστακτικοῦ τοῦ ἔρδε· τὸ δὲ οὐκ ἀπινύσσειν οὐκ ἀπίνυτος εἶναι, ὡς καὶ ἐν Ἰλιάδι (Ο 10) κῆρ ἀπίνυσσων τὸ κῆρ ἀπίνυτος ὤν. QT.

cf. F. Ar. 14. α 291. Ο 10.