De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

101.

τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἤρχετο μολπῆς.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] μεταβαλὼν (vel potius μεταλαβὼν L.) τὸ σφαίρῃ ταὶ δ’ ἄρ’ ἔπαιζον (100) εἶπε τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἤρχετο μολπῆς, πᾶσαν παιδίαν μολπὴν λέγων. οἱ δὲ νεώτεροι τὴν ᾠδήν. ὅτι δὲ οὐκ ᾖδεν ἡ Ναυσικάα, ἀλλ’ ἐσφαίριζε, δηλοῖ τὸ σφαῖραν ἔπειτ’ ἔῤῥιψε μετ’ ἀμφίπολον βασίλεια (115). BEHPQ.

cf. L. Ar. 138. F. Ar. Α 474. α 152. δ 19.

108.

ῥεῖα τ’ ἀριγνώτη πέλεται.

Ex Ar. ad Π 123 apparet, hic notatam fuisse formam femininam ἀριγνώτη pro ἀρίγνωτος, quod in recentiore sermone hoc adiectivum generis communis esse solet, ut ἀσβέστη pro ἄσβεστος. cf. F. Ar. 31.

122.

θῆλυς ἀυτή.

†) οὐκ εἶπε θήλεια P. Vind. 133. cf. Karajan l. c. 296. p. F. Ar. 31, β 214 et exempla ibidem.

137.

σμερδαλέος δ’ αὐτῇσι φάνη.

Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus legit ἀργαλέος, κακῶς cf. HP., alii λευγαλέος κακῶς.

144.

λίσσοιτ’, εἰ δείξειε πόλιν καὶ εἵματα δοίη.

†) περιττὸς ὁ στίχος· οὐ γὰρ περὶ τῆς διανοίας αὐτῆς διστάζει, ἀλλὰ πῶς παρακαλέσει, πλησίον σταίη ἢ ἀφεστηκὼς αὐτῆς. καὶ Ἀθηνοκλῆς δὲ ὑπώπτευσε τὸν στίχον HP.

Athenocles ἐν τῷ περὶ Ὁμήρου a Didymo ad Ζ 71 citatur cf. A. Γ 368. Eust. 1555, 58.

163.

νέον ἀνερχόμενον.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ νέον ἀνερχόμενον ἀντὶ τοῦ] νεωστὶ ἀνερχόμενον [ὡς τὸ νέον ἡβώωντα Ι 446) BPQ. cf. α 209 et exempla ibidem.

165.

ᾗ δὴ ἔμελλεν ἐμοὶ κακὰ κήδε’ ἔσεσθαι.

*) ὅτι οὐκ οἶδεν ὁ ποιητὴς τὸ μέλλεν. Ἀττικῶν γάρ ἐστι τῶν μεταγενεστέρων. P. cf. L. Ar. 121. α 232 et locos ibi collatos.

167.

ἐκ δόρυ γαίης.

†) σημείωσαι ὅτι καὶ τὸ δένδρον δόρυ καλεῖ E. cf. Apoll. l. h. 60, 7.

168.

ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαί τε τέθηπά τε.

†) σημειοῦνταί τινες, ὅτι τὸ μὲν ἄγαμαι ἀντὶ τοῦ θαυμάζω, τὸ δὲ τέθηπα ἀντὶ τοῦ ἐκπέπληγμαι PQV.

cf. L. Ar. 147. Apoll. 150, 28. β 67. κ 249. ψ 64. 211.

174.

τελέουσιν πάροιθεν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ τελέουσι ἀντὶ τοῦ] τελέσουσιν BPT. cf. F. Ar. 6. γ 82 et exempla ibid.

176.

σὲ . . . ἐς πρώτην ἱκόμην.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἱκόμην ἀντὶ τοῦ] ἱκέτευσα V.

cf. Χ 123. Apoll. l. h. 90, 33. γ 92.

201.

οὐκ ἔσθ’ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός.

†) ὁ ζῶν H. Sic Aristarchum interpretatum esse apparet ex scholio Didymi ad h. v. cf. L. Ar. 47. ι 43, ubi accuratius hac de re agam.

204.

οἰκέομεν δ’ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ.

*) ὅτι σαφῶς ἐνταῦθα ἐκτετοπισμένην που καὶ ἐσχάτην τὴν τῶν Φαιάκων χώραν ὑφίσταται, οὐ τὴν Κέρκυραν T. cf. L. Ar. 248, ζ 8.

218.

στῆθ’ οὕτω ἀπόπροθεν.

†) δεικτικῶς, οὕτως ὡς ἔχετε· ὡς κἀν τῷ Ἥφαιστε, πρόμολ’ ὧδε (Σ 392) PMT.

cf. ad Σ 392, ubi citatur noster versus in interpretatione illius πρόμολ’ ὧδε.

221.

ἄντην δ’ οὐκ ἂν ἔγωγε λοέσσομαι.

†) ἢ περιττεύει τὸ ἄν, ἢ τὸ λοέσσομαι ἀντὶ τοῦ λοεσσαίμην τέτακται P. cf. F. Ar. 8.

De virginum officio heroes lavandi certe fuit adnotatio Aristarchi, quod hic locus observationi eius repugnare videtur. cf. schol. in QT. ταῦτα μάχονται τῷ ὑπὸ παρθένων ποιεῖν λουόμενον. λύοιτο δ’ ἂν τῇ λέξει, προσέθηκε γὰρ μετελθών οἷον ξένος ὤν. τάχα δ’ οὐδ’ ὅλως παρθένοι λούουσι. λέγεται γὰρ τὸν δ’ ἐπεὶ οὖν δμῶαι λοῦσαν, ἀλλ’ οὐχὶ κοῦραι· καὶ περὶ τῆς Ἥβης γὰρ ἀμφισβητεῖται εἰ παρθένος ἦν· καὶ ἡ Ἑλένη λούοιτ’ ἂν Ὀδυσσέα.

222.

κούρῃσιν ἐυπλοκάμοισι μετελθών.

†) ἀντὶ τοῦ ἐπελθών V. L. qu. ep. p. 88. θ 47.

224.

χρόα νίζετο ἅλμην.

*) [ἡ διπλῆ] πρὸς τὴν φράσιν τὸν χρόα τὴν ἅλμην ἀπενίζετο. Q.

cf. F. Ar. 20. Eust. 1560, 49.

244-45.

αἴ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη ἐνθάδε ναιετάων, καί οἱ ἅδοι αὐτόθε μίμνειν.

†) ἄμφω μὲν ἀθετεῖ Ἀρίσταρχος, διστάζει δὲ περὶ τοῦ πρώτου, ἐπεὶ καὶ Ἀλκμὰν αὐτὸν μετέλαβε (corr. L. transtulit ad sua pro cod.L μετέβαλε) παρθένους λιγούσας εἰςάγων Ζεῦ πάτερ, αἴ γὰρ ἐμὸς πόσις εἴη. HQ.

cf. L. Ar. 340. η 311. Versus 245 asterisco notatus est in D. cf. La Roche p. 134.

256.

πατρὸς ἐμοῦ πρὸς δῶμα.

*) ὅτι ἐν πᾶσι φέρεται ἐμοῦ, ἀλλ’ οὐκ ἐμεῦ. ὅμως ἐπί τινων (M. Schmidt fortasse ἐπιτιμῶν!) ὁ Ζηνόδοτος ἐπὶ τὸ χεῖρον μετατίθησι. HQE. cf. Ξ 118, Ω 486, α 413.

258.

ἀλλὰ μάλ’ ὧδ’ ἔρδειν, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν.

*) ὅτι ἀντὶ τοῦ προστακτικοῦ τοῦ ἔρδε· τὸ δὲ οὐκ ἀπινύσσειν οὐκ ἀπίνυτος εἶναι, ὡς καὶ ἐν Ἰλιάδι (Ο 10) κῆρ ἀπίνυσσων τὸ κῆρ ἀπίνυτος ὤν. QT.

cf. F. Ar. 14. α 291. Ο 10.