De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

386.

Ποσειδάωνος ὑποδμώς
(Proteus).

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] παρέλκει ἡ ὑπό EQ. cf. ad Ζ 19, uti hic versus citatur in eadem interpretatione vocabuli ὑφηνίοχος. L. Ar. 108. γ 195. 422. δ 672.

388.

λελαβέσθαι.

*) [ἡ διπλῆ πρὸς τὸν] ἀναδιπλασιασμὸν, ὡς τετυπέσθαι. E.

Notare solebat Ar. eas formas, quae reduplicatione ponuntur. cf. F. Ar. 11 et usus est substantivo ἀναδιπλασιασμόν ad Ζ. 50.

402.

μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς.

†) τῇ ἐπιγενομένῃ μελανίᾳ πόντῳ (corr. Lehrs Ar. p. 89 pro ἐν τῷ) ἐκ τῆς ἐπιπολαίου κινήσεως τῶν ὑδάτων V. Idem EH. qui addunt: κατὰ τὰς ἀρχὰς τῶν ἀνέμων τοῦ πνεῖν. Ex Ar. fluxit cf. ad Φ 126. L. Ar. 89. Alii interpretati sunt ψύχος. Apoll. l. h. 165, 16.

413.

λέξεται ἐν μέσσῃσι.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται, ἀπὸ τοῦ λέχους BQ.

cf. L. Ar. 147. δ 451.

416.

αὖθι δ’ ἔχειν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἀπαρεμφάτῳ χρῆται ἀντὶ προστακτικοῦ, ἔχειν] ἀντὶ τοῦ ἔχετε. PQ.

cf. F. Ar. 14. α 291 et locos ibi collatos.

419.

ἐχέμεν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] πάλιν ἀντὶ τοῦ ἔχετε Q.

cf. ad v. 416.

423. cf. not. 3.

429.

δόρπον θ’ ὁπλισάμεσθ’, ἐπί τ’ ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ.

In H hoc est scholion: ἄριστον. τοῦ Ἀριστάρχου· σημειοῦνται τινές, ὅτι δόρπον τὸ δεῖπνον. Hoc nunquam Aristarchus docuit. Sed Zenodotus δεῖπνον et δόρπον promiscue posuit cf. Λ 86, 730. Fortasse etiam nostro loco, cui Λ 730 simillimus est, pro recto δόρπον falsum δεῖπνον legit, et scholiasta contorsit Aristonici verba, quae sic fere restituenda sunt: ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει δεῖπνον· δόρπον δὲ λέγει τὴν ἑσπερίνην τροφήν· εὐθέως γὰρ κατακοιμῶνται. Eust. 1503, 53: καὶ ὅρα, ὡς διασαφεῖται κἀνταῦθα ὁ δόρπος ἐν τῷ ἐπῆλθεν ἀμβροσία νὺξ. τὸ γὰρ τηνικαῦτα ἔμβρωμα δόρπος λέγεται. cf. L. A. 127. α 124 et exempla ibid.

442.

ὀλοώτατος ὀδμή.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ὀλοωτάτη ὀλοώτατος εἴρηκεν] ὅμοιον τῷ κλυτὸς Ἀμφιτρίτη (ε 422) καὶ θεσμὸς ἀϋτμή καὶ κλυτός Ἱπποδάμεια (Β 742) P. cf. F. Ar. 31. β 214 et locos, quos ibi contuli.

451.

λέκτο δ’ ἀριθμόν. ἐν δ’ ἡμέας πρώτους λέγε κήτεσιν, οὐδέ τι θυμῷ ὠίσθη δόλον εἶναι· ἔπειτα δὲ λέκτο καὶ αὐτός.

*) ὅτι τῇ αὐτῇ λέξει παραλλήλως οὐκ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου κέχρηται. PQ.

cf. L. Ar. 147. De παραλλήλως vocabuli usu cf. Friedlaenderum ad Ν 276. δ 413.

468.

ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ.

γράφεται ἔειπε sc. Zenodotus cf. 379 propter quod διπλῆ περιεστιγμένη. Eust. 1410, 61.

477.

πρίν γ’ ὅτ’ ἂν Αἰγύπτοιο διιπετέος ποταμοῖο.

*) ὅτι τὸν Νεῖλον Αἴγυπτον ὀνομάζει, ὁ δὲ Ἡσίοδος ὡς ὢν νεώτερος Νεῖλον αὐτὸν οἶδεν ἤδη καλούμενον. HMPQT.

De aetate Hesiodi, Homero posterioris, etiam ad Κ 431 dictum est. cf. Lehrs, emend. schol. Hom. p. 454 Herod. et Ar. 232. Μ 22.

Fuit praeterea diple periestigmene propter Zenodoti lectionem διειπετέος cf. in EHQ. B ad Ρ 263.

485.

ταῦτα μὲν οὕτω δὴ τελέω, γέρον, ὡς σὺ κελεύεις.

*) [ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἐναλλαγὴν τοῦ χρόνου, ὅτι ἀντὶ τοῦ] τελέσω, ἐνεστὼς ἀντὶ μέλλοντος E.

cf. F. Ar. 6. Β 286. Ι 156. γ 82 et exempla ibid.

498.

Αἴας μὲν μετὰ νηυσὶ δάμη δολιχηρέτμοισι.

Versum Zenodotus expunxisse videtur cf. in H: Ζηνόδοτος τοῦτον περιγράφει (corr. Dindorf., cod. ὃς γράφει. Duentzer: οὐ γράφει p. 13) ἀναγκαῖον δὲ καὶ αὐτὸν εἶναι διὰ τὸ λέγειν ὕστερον (551) Μενέλαον σὺ δὲ τρίτον ἄνδρ’ ὀνόμαζε. La Roche ex hoc scholio corrupto colligere, non potest, Zenodotum hunc versum expunxisse, nisi forte pro ὃς γράφει cum Duentzero οὐ γράφει scribis, vel cum Dindorfio περιγράφει, quibus non assentitur: nam si ita scriptum fuisset, verba sequentia ἀναγκαῖον δὲ εἶναι non cohaererent cum antecedentibus. Accedit quod hic versus amoveri non potest, nam ad eum referuntur quae Menelaus infra dicit: σὺ δὲ τρίτον ἄνδρ’ ὀνόμαζε, quod Zenodotum fugere potuisse non credit.

514.

Μαλειάων.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι νῦν μὲν πληθυντικῶς εἴρηκεν Μαλειάων]

ἀλλαχοῦ δὲ ἑνικῶς περιγνάμπτοντα Μάλειαν (ι 80) P. cf. γ 287 et locos ibi collatos.

522.

πατρίδος αἴης.

†) σημειοῦνταί τινες, ὅτι ἐπὶ τῆς ὅλης χώρας νῦν τέθεικε τὴν πατρίδα, οὐκ ἐπὶ τῆς πόλεως PQ. cf. Eust. 1507, 45.

547.

τάφου ἀντιβολήσαις.

†) τοῦ δείπνου τοῦ ἐν τῇ ταφῇ. BT. cf. γ 307.

553.

ἠὲ θανών. ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνυμενός περ ἀκοῦσαι.

ἐν ἁπάσαις ἠθετεῖτο· τοῦ γὰρ Πρωτέως εἰπόντος δύο μοῦνοι ἀπόλοντο (496) γελοίως τρίτον ζητεῖ ἀπολόμενον. HPQ. Didymi et Aristonici verba scholiasta coniunxisse videtur.

556.

τὸν δὲ ἴδον ἐν νήσῳ θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντα.

†) δῆλον κἀκ τούτου ὅτι ἐξῴκισται [ἐξωκεάνισται Heckerus] ἡ νῆσος· ἐπεὶ τί ἐκώλυε τὸν Μενέλαον οὕτως ἔχοντα περὶ τὸν Ὀδυσσέα ὡς καὶ πόλιν ὅλην χαρίσασθαι ἐθέλειν ναῦν πέμψαι καὶ σῶσαι τὸν φίλον; BPQT.

Eust. 1508, 60: ἐνταῦθα δέ τινες ἐκτοπισμὸν σημειοῦνται τῆς κατὰ τὴν Καλυψὼ νήσου. cf. L. Ar. 247. ε 55. 100. 277. ζ 8. 204. η 321. κ 1. 190. υ 383.

580.

ἑξῆς δ’ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρέτμοις.

†) σημειοῦνταί τινες, ὅτι ὁμοίως ἐκείνῳ εἴρηται ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ (μ 172) P.

cf. F. Ar. Β 417. γ 486 et exempla ibid.