De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

425.

χρυσοχόον Λαέρκεα.

†) τινὲς τὸ λαέρκεά φησιν ὄνομα κύριον, τινὲς δὲ ἐπίθετον παρὰ τὸ ἐπαρκεῖν τοῖς λαοῖς E. Ex schol. ad Π 197 Aristarchum Λαέρκεα nomen proprium existimavisse constat. Praeterea certe fuit nota de homonymia. cf. ibid.

Quod fuse legitur in EMQ ad v. 440 de vocabulis χέρνιβα et λέβης fluxit fortasse ex Ar., qui ad Ω 304 sic interpretatus est: λέβητα τὸ ἀγγεῖον τὸ ὑποδεχόμενον τὸ ὕδωρ, τὸ παρ’ ἡμῖν λεγόμενον χέρνιβον (sic etiam EMQ), τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα. cf. α 136.

444.

Περσεὺς δ’ ἀμνίον εἶχε.

Notata fuit Zenodoti lectio δάμνιον pro ἄμνιον, ἅπαξ εἰρημένον cf. M.: ἄμνιον ἀγγεῖον εἰς ὅ τὸ αἷμα τοῦ ἱερείου ἐδέχοντο. Ζηνόδοτος δὲ ἐν ταῖς ἀπὸ τοῦ δ γλώσσαις τίθησι τὴν λέξιν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα παρ’ Ὁμήρῳ ἡ λέξις M. cf. Apoll. l. h. 25, 26.

445. not. 7.

449.

τένοντας.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] πάντα τὰ διατεταμένα νεῦρα τένοντας καλεῖ ὁ Ὅμηρος. EQM. cf. ad Υ 478. Χ 396.

453.

οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀνελόντες ἀπὸ χθονὸς.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] τὸ ἀνελόντες δηλοῖ τὸ ἄνω ἑλόντες· ἐκ

τούτου δὲ τὸ αὖ ἐρύσαντες δηλοῦται. BHMQ. cf. ad Μ 261. Θ 325.

456.

ἄφαρ δ’ ἐκ μηρία τάμνον πάντα κατὰ μοῖραν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ πάντα ἀντὶ τοῦ ὅλα,] ὅλα διεμέλισαν τὰ μηρία, ὡς τὸ πᾶσαι δ’ ὠΐγνυντο πύλαι (Β 809) HM.

cf. L. Ar. 126. Eust. 1476, 65.