De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

5.

βῆ δ’ ἴμεν . . . αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσεν.

†) ὁ δέ ποτὲ μὲν παραπληρωματικὸς, ἔστι δ’ ὅτε καὶ ἀντὶ τοῦ γὰρ αἰτιολογικῶς λαμβάνεται. MS.

Fluxit ex Aristonico cf. F. Ar. p. 33 et 35. β 6. η 47. θ 363. λ 350. ξ 87. ο 81. σ 234. ρ 261. τ 46. υ 66. φ 1. 29.

7.

κηρύσσειν ἀγορήνδε καρηκομόωντας Ἀχαιούς. οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ’ ἠγείροντο μάλ’ ὦκα.

†) οὐδὲν μὲν ἀντιπράττουσιν οἱ στίχοι πρὸς τὴν παροῦσαν ὑπόθεσιν, οἰκειότεροι δὲ μᾶλλόν εἰσιν ἐν Ἰλιάδι (Β 50-52) MQS.

Aristarchus his versibus obelos cum asteriscis appinxisse videtur, sed in Iliade Β 50 asterisci desunt. cf. L. Ar. p. 342, IV de versibus bis vel saepius repetitis.

11. vid. not. 1.

14.

εἶξαν δὲ γέροντες.

†) γέροντας νῦν τοὺς πρεσβυτέρους ἀκουστέον. EHMQ. — non ut saepe principes cf. Ar. ad Ι 36.

19.

Ἄντιφος αἰχμητής· τὸν δ’ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ, πύματον δ’ ὁπλίσσατο δόρπον.

†) ἀθετοῦνται οἱ δύο στίχοι καὶ ὀβελίζονται. Vind. 56 (non legitur hoc scholion apud Dindorf. cf. La Roche p. 22).

†) δόρπον τὸ καθ’ ἡμᾶς δεῖπνον. τρισὶ δὲ τροφαῖς ἐχρῶντο. καὶ τὴν μὲν πρώτην ἐκάλουν ἄριστον, ἣν ἐλάμβανον πρωΐας σχεδὸν ἔτι σκοτίας οὔσης. τὴν δὲ δευτέραν δεῖπνον, τὸ καθ’ ἡμᾶς λεγόμενον ἄριστον. τὴν δὲ τρίτην δόρπον, τὸ καθ’ ἡμᾶς λεγόμενον δεῖπνον. EHMTV. Sic observavit Aristarchus cf. L. Ar. 127. α 124. δ 61. π 2. Eust. 1432, 2.

24.

τοῦ ὅγε δακρυχέων.

Aristarchus praepositionem περί omissam esse notavit, non ὑπέρ ut schol. in M, in genetivis, qui pendent a verbis simili significatione positis cf. Ar. ad Π 17. Χ 170 ὀλοφύρεαι Ἀργείων et Ἕκτορος, ἀκαχήμενος υἷος Ω 550, ἀχνύμενος ἑταίρου Ο 651. Corruptum Aristonici scholion sic fere restituendum est: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐλλείπει ἡ περί, περὶ τοῦ δακρυχέων.

37.

στῆ δὲ μέσῃ ἀγορῇ· σκῆπτρον δὲ οἱ ἔμβαλε χειρί κηρυξ ...

*) ὅτι δι’ ἑκατέρας τῆς ποιήσεως Ὁμηρικὸν ὂν τὸ ἔθος τετήρηται. H. S. cf. ad Σ 505. Ψ 568.

39. vid. not. 2.

41.

ὃς λαὸν ἤγειρα· μάλιστα δὲ μ’ ἄλγος ἱκάνει.

†) Ζηνόδοτος γράφει ἤγειρε. ἐλέγχεται δὲ διὰ τοῦ μάλιστα δ’ ἐμὲ· ἐχρῆν γὰρ εἶναι αὐτόν HMS. Corrigendum est

quod Dindorf. p. 79 not. 2 adnotavit; non prima tantum verba, sed totum scholion habet S. cf. praef. p. XL.

42.

οὔτε τιν’ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυον.

† γελοίως γράφει Ζηνόδοτος ἤϊον, ἀπὸ τοῦ ἀΐειν, ὅ ἐστιν ἀκούειν. HM. Duentzerus, qui cum Porsono substantivum ἠΐονα legit (p. 110) non dubitat, quin haec lectio genuina fuerit, quae vulgari ἀγγελίην cedere iussa est. Dindorfius illud ἤϊον scholiastam ridiculum vocare putat, quod verbi ἀΐειν imperfectum ἤϊον inauditum sit. Nam ἤϊον, ubi apud epicos legatur, esse ab verbo εἶμι. Similibus locis Π 13. α 408. β 30 scholia non adiecta sunt, ita ut ex his reliquiis quae Aristarchi fuerit sententia nequaquam appareat.

42. (τηρητέον) *) ὅτι πρὸς τὸ πρῶτον τῇ τάξει πρῶτον ἀπήντηκεν (cod. ἀπήντησεν), ὅπερ σπανίως ποιεῖ. M. cf. ad Ζ 219, ubi verba non tam integra sunt. Multis aliis locis diplae sunt ὅτι πρὸς τὸ δεύτερον πρότερον ἀπήντηκε. cf. L. Ar. 11, in Odyssea γ 467. ο 6.

45.

ἀλλ’ ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, ὅ μοι κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ δοιά·

Excidit nota ὅτι κατὰ τὸ πλῆρες ἐμὸν αὐτοῦ ἐκφέρει cf. ad Κ 205. α 7.

†) Ἀρίσταρχος τὸ δοιά ἀντί τοῦ διχῶς ἀκούει EH. cf. F. Ar. 29. α 209 et locos ibi collatos. Aristophanes κακὰ legit, Aristarchus κακὸν.

53.

ὥς κ’ αὐτὸς (Icarius) ἐεδνώσαιτο θύγατρα.

†) κυρίως μὲν ἕδνα ἐστὶ τὰ διδόμενα ὑπὸ τοῦ γαμοῦντος τῇ γαμουμένῃ· νῦν δὲ καταχρηστικῶς κεῖται ἡ λέξις ἀντὶ τοῦ χρήματα ἐπιδοίη. HPQSV. cf. α 276. Ν 382.

55.

οἱ δ’ εἰς ἡμετέρου πωλεύμενοι . . .

*) [ἡ διπλῆ, ὅτι] ἀντὶ τοῦ εἰς ἡμέτερον Ἀττικῶς [ἐξενήνοχεν], ὡς ἀλλ’ ἄγ’, ὀΐστευσον Μενελάου (Δ 100) ἀντὶ τοῦ

[ἐπὶ τὸν] Μενέλαον. Μ. Aristarchum legisse εἰς ἡμετέρου apparet ex Didymo ad η 301. cf. Ε 249. 700. δ 634. Pertinet haec adnotatio ad quaestionem de patria Homeri, quem Atheniensem fuisse putavit. cf. F. Ar. p. 1 et 21.

61.

λευγαλέοι.

Huius vocabuli interpretatio est ad Φ 281: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐκ τούτου οἱ νεώτεροι ἐξεδέξαντο λευγαλέον τὸν δίυγρον. ἔστι δὲ κατὰ κοινωνίαν στοιχείων λευγαλέον ὀλέθριον, παρὰ τὸν λοιγόν. καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ — β 61 — λευγαλέοι τ’ ἐσόμεσθα.

67.

ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα.

Aristarchus ad Ρ 71 et Η 41 ἀγασσάμενοι notavit, quod non modo invidere, sed etiam admirari significet. Hanc observationem habent codd. BES. quorum E. ἐκπλαγέντες, S. θαυμάσαντες et νεμεσήσαντες explanant.

68.

λίσσομαι ἡμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος, ἥ τ’ ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει.

(παρατηρητέον δὲ) *) ὅτι καὶ ἐν Ἰλιάδι παρὰ Διὸς ἔχει γέρας τοῦτο Θέμις. HMQ. cf. Ar. ad Υ 4. Glossa cod. S. διαλύει καὶ συνίστασθαι ποιεῖ fortasse ex Aristonico fluxit. cf. β 91. δ 105. ν 380. Ε 37. Ι 554. Θ 328.

81.

δάκρυ ἀναπρήσας.

†) Ζηνόδοτος γράφων δάκρυα θερμὰ χέων ἐκλέλυκε τὴν μεγαλειότητα τοῦ στίχου. HMQR.

89.

ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ’ εἶσι τέταρτον.

*) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἑξῆς δοκοῦν ἀσυμφώνως λέγεσθαι ὡς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ, ἀλλ’ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος (106). διὸ καί τινες μετεποίησαν ὡς δίετες μὲν ἔληθε δόλῳ· ἀλλ’ ὅτε δὴ τρίτον ἦλθεν ἔτος· οὐδὲν δὲ ἐναντίον ἔχει τὰ ἔπη· τὸ γὰρ τάχα ἀντὶ τοῦ ταχέως, τὸ δὲ εἶσιν ἀντὶ τοῦ δίεισι καὶ τό τέταρτον. HM.

M. habet in alio scholio διελεύσεται pro δίεισι ut ν 377; ad v. 107 fere idem est scholion, sed pro δίεισι διέρχεται. cf. L. A. 93.

91.

πάντας μὲν ῥ’ ἔλπει.

*) [ἡ διπλῆ, ὅτι ἔλπει ἀντὶ τοῦ] ἐλπίζειν ποιεῖ. S. cf. β 69. Ar. ad Ι 554, ubi noster locus sic explanatur.