De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

4. cf. not. 1.

5.

τῷ σ’ οὔ τι παλιμπλαγχθέντα γ’ ὀίω.

†) ὀπισθόρμητον γενόμενον V.

cf. L. Ar. 91. Hic posui propter rectam vocabuli πάλιν interpretationem, quod nusquam rursus significat, sed retro. Ad Λ 326 Ar. παλινορμένω explanat ἀντὶ τοῦ ὀπίσω ὁρμῶντες ὡς παλιμπλαγχθέντες. cf. ε 27, 429.

τῷ σ’ οὔτι: ἀντὶ τοῦ διὰ τό σε, ὅ ἐστι διὰ τοῦτό σεH. Fortasse est Aristarcheum, etiam Ε 875 dativum esse pro διά cum accusativo statuit. cf. ι 19.

25. *) ὅτι οἱ ἑστιώμενοι τοῖς ἑστιῶσι προπίνουσι παρὰ τῷ ποιητῇ H. cf. ad υ 57. Ι 224.

35.

ὣς Ὀδυσῇ’ ἀσπαστόν.

†) τὸ πλῆρες Ὀδυσῆι, ὡς ἥρωι Λαομέδοντι (Η 453) Η. cf. ad Η 453. θ 483.

39. cf. not. 2.

57.

χαῖρέ μοι ὦ βασίλεια διαμπερές.

*) ὅτι οἱ ἑστιώμενοι παρ’ Ὁμήρῳ τοῖς ἑστιῶσι προπίνουσιν, ὡς Ὀδυσσεὺς Ἀχιλλεῖ καὶ Εὐμαίῳ ὁ αὐτὸς H. cf. ad v. 25. Ι 224.

78.

ἀνακλινθέντες ἀνεῤῥίπτουν ἅλα πηδῷ.

†) ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος· ἀναῤῥίπτεται γὰρ ὑπὸ τῶν κοπῶν τὸ ὕδωρ BV. cf. Friedlaenderum ad Β 417. γ 486.

93.

εὖτ’ ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος.

Adnotatum fuit, nunc Luciferum nominari φαάντατον, in Iliade contra Hesperum, neque hoc inter se repugnare cf. ad Χ 318. λ 239. Eust. 1734, 33.

De scholio ad v. 96 in HQ. cf. ad α 72.

109.

δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν. αἱ μὲν πρὸς Βορέαο . . . αἱ δὲ . .

†) πῶς ἐπὶ τῶν δύο θυρῶν ἐν τῷ διαιρεῖν φησιν αἱ μὲν, αἱ δὲ; BHQ. Hinc colligi potest, Ar. diplam fuisse, ὅτι πληθυντικῶς τὴν θύραν θύρας λέγει. cf. L. Ar. 124. 156.

128.

Ζεῦ πάτερ.

*) ὅτι Ποσειδῶν (ὃς ἦν ἀδελφὸς) πατέρα προσαγορεύει τὸν Δία πρὸς τιμήν H.

142.

πρεσβύτατον καὶ ἄριστον.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] οὐ καθ’ ἡλικίαν [λέγει], ἀλλὰ τιμιώτατον, ὡς Ἥρα καί με πρεσβυτάτην τέκετο (Δ 59) B. ἀλλαχοῦ γὰρ λέγει ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος ἐγεγόνει (Ν 355), fortasse adiungendum est ex V. cf. Ar. ad Δ 59.

157.

ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ θαυμάζωσιν ἀντὶ τοῦ] ὁρῶντες ἐκπλήττωνται V. cf. L. Ar. 147. Β 320. Ω 394.

160.

ἐς Σχερίην, ὅθι Φαίηκες γεγάασιν.

†) καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ οἰκοῦσι. ἐκ γὰρ τῆς Ὑπερησίας μετεληλύθασιν BQ. cf. ζ 4.

173- *) [οἱ ἀστερίσκοι] ὅτι ἐκ τοῦ τόπου τούτου μετάκεινται εἰς τὰ κατ’ ἀρχὴν πρὸς Ὀδυσσέα ὑπὸ Ἀλκινόου λεγόμενα· οὐκ ὀρθῶς. εἰ γὰρ ἐμέμνητο τοῦ χρησμοῦ, οὐκ ἂν ἀπεκομίσθη ὁ Ὀδυσσεύς Q. cf. ad θ 564-71.

173.

Ποσειδάων’ ἀγάσασθαι.

Fuit diple ὅτι τὸ ἀγάσασθαι νῦν ἀντὶ τοῦ φθονῆσαι, οὐκ ἀντὶ τοῦ θαυμάσαι. cf. schol. V. ἄγαν ὀργισθῆναι et θ 565, ubi idem versus et Ar. interpretatio ἀντὶ τοῦ φθονῆσαι in B servata est.

174.

οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων.

*) ὅτι καὶ τῶν μὴ ἀναξίων ἀπήμονες, μὴ ἐῶντες αὐτοὺς πημαίνεσθαι Q.

206.

ἐγὼ δέ κεν ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων || ἐξικόμην.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἐξικόμην ἀντὶ τοῦ] ἱκέτευσα V. cf. ad Χ 123. γ 92.

207.

θέσθαι ἐπίσταμαι.

Fuit diple ὅτι τὸ οὐκ ἐπίσταμαι ἀντὶ τοῦ οὐ δύναμαι cf. ad Φ 320, ubi nostrum locum sic interpretatus est Ar. cf. L. Ar. 148.

213.

Ζεύς σφεας τίσαιτο.

Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem (cf. in H): τίσασθαι, quod Dindorfius praef. LXI in τισάσθω mutavit. cf. G. Ribbeckium in Schneidewini Philol. VIII p. 705.

221.

σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη ἀνδρὶ δέμας ἐικυῖα νέῳ ἐπιβώτορι μήλων, παναπάλῳ, οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασιν.

*) ὅτι καὶ οἱ βασιλεῖς ἔνεμον δῆλον δι’ ὧν φησιν Ἀνδροἐπ’ μάχη πάντας γὰρ κατέπεφνε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς βουσὶν εἰλιπόδεσσιν (Ζ 423) HQ. καὶ Αἰνείας περὶ Ἀχιλλέως ὅτε βουσὶν ἐπήλυθεν ἡμετέρῃσιν (Υ 91) H.